Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΙΔΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Λιγα λογια για τα συμβαντα του Ιανουαριου του 2015 στο Παρίσι
Φεβρουάριος 2015 , Temps critiques


Γιατί  παρεμβαινουμε;
1Κατ 'αρχάς, επειδή δεν είμαστε ούτε αδιάφοροι ούτε ξένοι προς αυτό που συνέβη, τη φρίκη του γεγονότος. Δεύτερον, επειδή θέλουμε να σηματοδοτήσουμε όχι την διαφορά μας, αλλά τον απόλυτο διαχωρισμό μας από την πλειοψηφία των αριστερίστικων φυλλαδίων ή κειμένων που εστιάζουν περισσότερο τις επιθέσεις τους όχι εναντίον των επιτιθεμένων ή αυτού που αντιπροσωπεύουν, αλλά εναντίον του γαλλικού κράτους, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη τις πρόσφατες μεταμορφώσεις του εν λόγω κράτους. Προέρχονται είτε από μια ανάγνωση αντιιμπεριαλιστική ή μετα-αποικιακή πολύ γενική της κατάστασης, είτε από μια ταξική και διεθνιστική ανάγνωση δηλώνοντας πολιτικές θέσεις τόσο μακριά από το συμβάν που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί εδώ και ένα χρόνο, δέκα χρόνια ή ακόμα και για ένα άλλο γεγονός.
2Ας επισημάνουμε κάποιες ομοιότητες μεταξύ αυτών των προσεγγίσεων:
3- μια άρνηση του συμβάντος ως τέτοιου, η οποία δεν οδηγεί παρά να μιλούν μόνο για τις πιθανές αιτίες ή να προσπαθούν να το εξηγήσουν χωρίς να δουν την ιδιομορφία του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υποβαθμίζουν τις ίδιες τις πράξεις, ακόμη και εμμέσως να τις δικαιολογούν.
4- μια ανάλυση διανθισμένη με μίξη γεωπολιτικών και κοινωνικο-πολιτικών απλουστεύσεων (εισαγωγή εξωτερικών συγκρούσεων, κατεχόμενη Παλαιστίνη, προάστια σε νάρκη, νεολαία σε άστοχη εξέγερση, κλπ).
5- μια δυσκολία να κατονομαστεί ο «εχθρός» για το φόβο της εύνοιας της ισλαμοφοβίας ή του να αντιμετωπιστούν οι ίδιοι ως Ισλαμοφοβικοί ή ακόμα να χάσουν την επαφή με τους νέους στα προάστια. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι αυτή η δυσκολία είναι κοινή για το κράτος και γι’ αυτούς τους «ριζοσπάστες». Ο όρος που χρησιμοποιείται για να οριστούν γίνεται έτσι "φασίστες" ή "ισλαμοφασίστες ένα " χωρίς καμία ανάλυση να επιβεβαιώνει οποιαδήποτε ομοιότητα με τις διάφορες μορφές του ιστορικού φασισμού, ο σκοπός των επιχειρημάτων είναι αναμφίβολα να παραμείνουν σε γνωστό πολιτικό έδαφος με τρόπο που να μην πρέπει να τεθούν ζητήματα πολύ αποσταθεροποιητικά.
6- οι παρεμβάσεις αυτές προέρχονται από ανθρώπους που έχουν, για διάφορους λόγους, δυσαρεστηθεί για το γεγονός ότι οι διαδηλώσεις που ακολούθησαν τις επιθέσεις ήταν επιτυχείς και θα μπορούσαν, ωστόσο, να αντιπροσωπεύουν κάτι άλλο από μια κυβερνητική χειραγώγηση ή μια δημοκρατική ψευδαίσθηση.
7- μια παντελή έλλειψη ελάχιστης συμπάθειας για τα θύματα.  Αφήνεται να εννοηθεί ότι οι δημοσιογράφοι του Charlie έχουν Ισλαμοφοβικές τάσεις υποτίθεται καλά εξακριβωμένες, ότι οι τέσσερις δολοφονημένοι Εβραίοι δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με την κατάσταση των «φτωχών Μουσουλμάνων» (διαβάστε Ισλάμ = η θρησκεία των φτωχών), τα θύματα υποβιβάζονται και διακρίνονται ή σχετίζονται με τα παιδιά των Παλαιστίνιων που σκοτώθηκαν από τον ισραηλινό στρατό, ότι ένας καλός αστυνομικός είναι ένας νεκρός αστυνομικός 2 , κ.λπ.
8Μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτοί που θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστάτες είναι απογοητευμένοι με την επιστροφή στην απομόνωσή τους και με την «εξέγερση που δεν έρχεται» ή ακόμα με την απουσία του προλεταριάτου. Αλλά το να αντιπαραθέτουν μια επαναστατική ψυχρότητα στην ψυχρότητα του κεφαλαίου είναι το όπλο όσων δεν είναι σε θέση να αγαπάνε, θα μπορούσαμε να πούμε παραφράζοντας τον J. Camatte. Αυτός σίγουρα δεν είναι ο τρόπος που θα μπορούσε να επιτρέψει το άνοιγμα ενός περάσματος προς μια επανάσταση με τίτλο ανθρώπινο και προς την ανθρώπινη κοινότητα.
Κρίση του ζευγουσ έθνος-κράτος και η παρακμή της κοινωνιασ των πολιτων (citoyennisme)
9Αν το συλλογικό αίσθημα που για λίγο εκφράστηκε σε αυτή τη στιγμή - Charlie είναι τόσο προβληματικό στο να αποσαφηνιστεί δεν είναι επίσης επειδή ξεφεύγει κάπως από τα κυρίαρχα μοντέλα μας, που αφορούν την κριτική θεωρία;
10Η αντίληψη της κοινωνίας των πολιτών των δεκαετιών 1980/1990 δεν ήταν παρούσα σε αυτές τις πορείες, σ’ αυτές τις διαδηλώσεις.  Γιατί; Επειδή η παραδοσιακή μορφή του έθνους-κράτους δεν ήταν παρούσα επίσης. Για αυτό οι πολιτικές της κοινωνίας των πολιτών, οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών (η τροποποίηση της Δημόσιας Διοίκησης, όπως υποστηρίζει ο Hollande, για παράδειγμα) για να διαμορφωθούν κοινωνικά και ιδεολογικά, είναι απαραίτητο το κράτος να παρέχει τις θεσμικές και χρηματοδοτικές προϋποθέσεις αυτών των πολιτικών. Όμως αυτό δεν συμβαίνει πλέον σήμερα. Ακόμη και η στρατιωτική ιεραρχία δεν θέλει την αποκατάσταση της στρατιωτικής θητείας για όλους, δεδομένου του εξαιρετικά τεχνικού χαρακτήρα του σύγχρονου πολέμου που αφορά μόνο καταρτισμένους επαγγελματίες.  Επίσης, οι τελευταίες κατευθυντήριες γραμμές του προϋπολογισμού στοχεύουν σε μια διαρθρωτική μείωση των δημοσίων δαπανών στον τομέα αυτό και μια αύξηση για λόγους συγκυρίας δεν φαίνεται να τις διαψεύδει. Στην καλύτερη περίπτωση, ακολουθώντας τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, θα μπορούσε το κράτος να επιλέξει για μία υπηρεσία λίγων μηνών διαχειρίσιμη στο επίπεδο του κράτους-δικτύου; Από μια αποκεντρωμένη υπηρεσία, για παράδειγμα, στο επίπεδο των περιφερειών, στο πλαίσιο της κοινωφελούς εργασίας που να φέρει το μεράκι της αγωγής του πολίτη κάνοντας μια καλή χειρονομία; Αλλά η προσπάθεια είναι πιθανό να είναι μάταια. Η τάση προς το κράτος-δίκτυο πραγματοποιείται όλο και περισσότερο, οι διαμεσολαβήσεις του έθνους-κράτους αποδυναμώνεται, η μορφή του ατόμου-πολίτη διαλύεται επίσης. Για παράδειγμα, οι λίγες αντιδράσεις για τις περικοπές του προϋπολογισμού προερχόμενες από τον άμαχο πληθυσμό δεν γίνονται στο όνομα του πατριωτισμού και της άμυνας του εδάφους, αλλά των απειλούμενων θέσεων εργασίας. Εκτός αυτού, πώς θα μπορούσαν να είναι πολίτες της οικονομικής και ανθρωπολογικής παγκοσμιοποίησης;  Τελικά οι "δικτυωμένοι" οποιασδήποτε μορφής μπορούν να αισθάνονται ότι ανήκουν στο «παγκόσμιο χωριό», αλλά οι άλλοι (και εμείς μεταξύ των άλλων) με κανένα τρόπο.
11Αυτή η νέα κατάσταση καθιστά δημαγωγικές τις εκκλήσεις για μια νέα ιδιότητα του πολίτη ενάντια σ’ ένα δήθεν «κοινωνικό και εθνοτικό απαρτχάιντ», όπως έκανε ο Valls στις 20 Ιανουαρίου. Για να διατηρήσει τον έλεγχο της πλειοψηφίας του και ακόμη και να προσπαθήσει να τον επεκτείνει έως την άκρα αριστερά και τους αναρχικούς, συνήθεις θεματοφύλακες αυτής της ετικέτας, ο Valls σκληραίνει τη γλώσσα του. Υιοθετεί την στάση ενός πολιτικού κομισάριου που οδηγεί την αυτοκριτική, κατηγορεί και ενοχοποιεί κάθε πολιτική τάξη και το κάνει με λόγια που υποτίθεται ότι εκφράζουν ένα νέο αριστερό ριζοσπαστισμό στον αντίποδα των λύσεων του εξτρεμισμού του FN ή των αποτελεσμάτων της Ανακοίνωσης του Σαρκοζί (η πολιτική του Kärcher).
12 Υποδηλώνοντας ότι τα προάστια στη Γαλλία είναι παρόμοια με ό, τι ήταν το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, 3 ή ακόμα και μερικά από τα σημερινά αμερικανικά προάστια είναι σαν η Δημοκρατία (Républi­que) να μην υπάρχει πλέον.  Είναι σαν να μιλάμε όπως αυτές οι Αμερικανικές εφημερίδες που περιγράφουν τις πόλεις της Γαλλίας εν μέρει, υπό το κράτος των σαλαφιστών!
13 Αναφέρονται επίσης οι γειτονιές όπου οι μουσουλμάνοι είναι πολυάριθμοι ως ένα είδος "περιβάλλοντος", από το οποίο δεν θα μπορούσε κανείς να βγεί παρά μόνο με την ώθηση από τις κομπίνες, το τράφικινγκ, την συμμετοχή σε συμμορίες ή ... με καλάσνικοφ. Αντί να προσπαθεί να κατανοήσει την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τη δύσκολη αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων σε ορισμένους τομείς ο Valls στρέφει τα βέλη προς την άλλη κατεύθυνση: Αχ!  δεν γνωρίζετε τη σοβαρότητα της κατάστασης και οι πολιτικές της πόλης έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς, αλλά περιμένετε και θα δείτε τώρα ότι η πολιτική επιστρέφει στο τιμόνι!  Αυτή η στάση αλά Μάο σε μικρογραφία εκμηδενίζει όλη τη δουλειά που γίνεται στα προάστια από την πλευρά των δημόσιων υπηρεσιών, των εκπαιδευτικών, των θεραπευτών, των δήμων, αλλά και τις πρωτοβουλίες των ατόμων, των ομάδων των ενώσεων που δραστηριοποιούνται σε τομείς οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς, κ.λπ. Περιφερειακά είναι επίσης πολύ αντιπαραγωγική για την εθνική ενότητα που υποτίθεται ότι επιδιώκει δεδομένου ότι αυξάνει, στην πραγματικότητα, τον στιγματισμό των πληθυσμών για τους οποίους μαθαίνουμε ότι ζουν σε έναν άλλο κόσμο.
14Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι η Δημοκρατία (Républi­que) υπάρχει ακόμα στα προάστια, αλλά η πραγματικότητα και η δύναμη των δικτύων, αυτών του κράτους, όπως και αυτών των οικονομικών κοινωνικών ή θρησκευτικών δυνάμεων, δημιουργούν εκεί αστάθεια, εντάσεις, συγκρούσεις και βία. Η παλαιά σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών, οι οποίοι εξασφάλιζαν κάποια ασφάλεια, που κρίθηκε αναγκαία ακόμα και για τους μετανάστες εργάτες και των οποίων η άφιξη ήταν σε μεγάλα κύματα, την έχουν υποκαταστήσει οι αδιάκοπες και αντιστρέψιμες ροές εμπορευμάτων, κεφαλαίων και ατόμων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι κάποιες από τις ροές προσανατολίζουν τα άτομα προς την Συρία ... ή επιστρέφουν από την Υεμένη. Η ελεύθερη κυκλοφορία των πιστώσεων, των αγαθών και των ανθρώπων, αυτό είναι σίγουρα το σύνθημα του φιλελευθερισμού, αλλά ποτέ δεν είχε υλοποιηθεί τόσο, όσο στην σημερινή κεφαλαιοποιημένη κοινωνία.
Μια πρακτική της επαναστατικής μνήμης;
15Σε αυτή την «συλλογική πνοή», αρκετά διάχυτη και κατακερματισμένη, που εξέπληξε από την αμεσότητα, τον αυθορμητισμό και το εύρος της, δεν θα μπορούσαμε άραγε να ανιχνεύσουμε μια ανάμνηση, μια επανενεργοποίηση κάποιων στιγμών της Γαλλικής Επανάστασης, ιδίως εκείνων που γιόρτασαν το ένωση του έθνους; Μια φιλοδοξία για μια κοινότητα ελεύθερων και ίσων ανθρώπων, που συναθροίζονται από την κοινή τους επιθυμία και μόνο για θέσμιση 4 .
16Αυτό ήταν το ιδανικό των πιο ριζοσπαστικών γάλλων επαναστατών για ένα έθνος χωρίς κράτος. Ένα έθνος όπου είναι οι θεσμοί που οργανώνουν τη ζωή της κοινωνίας. Αυτή είναι η στιγμή της θέσμισης της επανάστασης, αυτή που θεωρητικοποιήθηκε από τον Κ. Καστοριάδη με την ιδέα του της «φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας 5  ".
17Για να επιστρέψουμε στην τρέχουσα κατάσταση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπήρξε καμία αναφορά σε παλαιές αριστερές ουτοπίες δεν ήταν ορατή ούτε ακούστηκε στην στιγμή-Charlie. Η αίσθηση της ανθρώπινης κοινότητας που περιλαμβάνει την ιδέα της ανθρωπότητας και η οποία ήταν παρούσα στα τελευταία γεγονότα δεν οδήγησε κανένα να τραγουδά την Διεθνή . Είτε μας αρέσει είτε όχι, η προοπτική δεν είναι πλέον αυτή του σοσιαλιστικού / κομμουνιστικού κινήματος, ακόμα και στις ενοποιητικές απαρχές, της Πρώτης εκδοχής της Διεθνούς.
18Η τάση είναι να επανεκκινήσουμε από τα θεμέλια της Γαλλικής Επανάστασης, ο «διεθνισμός» το έκανε πάνω σε αυτή τη βάση, μέσω του οικουμενισμού του. Τα πολλά τραγούδια της  Μασσαλιώτιδας εκπλήσσουν όταν περιμέναμε μάλλον σιωπηλές διαδηλώσεις. Ίσως ο αρχικός επαναστατικός της χαρακτήρας έδωσε την εντύπωση στη διαμαρτυρία ότι θα βρει μια δυναμική να ενεργοποιήσει, να συμβολίσει την ενότητα μέσα στην άρνηση αυτού που είχε συμβεί παρά μια εθνική ενότητα γύρω από τον ύμνο. Αλλά γνωρίζουμε επίσης ότι στη Γαλλία αυτές οι Μασσαλιώτιδες θα μπορούσαν να εργαλειοποιηθούν, για παράδειγμα, από τα μέλη του UMP που ήταν παρόντα στις διαδηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση το να θεωρήσουμε αυτή την αναβίωση της  Μασσαλιώτιδας  ως μια γιορτή του εθνικού ύμνου (τραγουδήθηκε και στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων που έλαβαν χώρα) και ως μαζική στήριξη στον εθνικισμό μας φαίνεται ένα λάθος όταν γνωρίζουμε ότι υπό κανονικές συνθήκες το περιεχόμενο της είναι πολύ επικριτικό για τις πολεμικές κραυγές και για μια μετα-αποικιοκρατική ανάγνωση της φράσης «ένα ακάθαρτο αίμα πότιζε τα αυλάκια μας» η οποία δεν είχε άλλωστε, την έννοια αυτή εκείνη την εποχή, όταν το ακάθαρτο αίμα ήταν αυτό των βασιλοφρόνων και των συμμάχων τους.
19Αυτή η πιθανή κριτική ανάγνωση έχει παρασυρθεί από τη δύναμη του συμβάντος. Ήταν μάλλον σε μια διάσταση οικουμενισμού της πολιτικής, θα μπορούσε να πει κανείς ότι πλησιάζει στην «πολιτική θρησκεία» του Ρουσσώ. Και το πρόσχημα της ελευθερίας της έκφρασης που επέτρεψε την αναβίωσή του, σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερο από ό, τι αν η εξέγερση κατά των πράξεων των τρομοκρατών επικεντρωνόταν στη δεύτερη επίθεση και στον θάνατο τεσσάρων ανθρώπων στο κατάστημα casher που στη συνέχεια θα βοηθούσε να αναβιώσουν οι ρωγμές κατακερματισμού και κομουνιταριανισμού που η μάζα των διαδηλωτών απλά ήθελε να ξεχάσει ακόμα και να εξαλείψει 6 .
20Αν αναφερόμαστε στην Γαλλική Επανάσταση, δεν είναι πλέον για να πούμε ότι θα επιστρέψουμε στην απαρχή του κεφαλαίου και της αστικής μορφής της επανάστασης και έτσι «στην διαιώνιση του κεφαλαίου." Άλλωστε, ο όρος «διαιώνιση του κεφαλαίου», έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από την μπορντιγκιστική άκρα αριστερά ανέκαθεν καταχρηστικά για να αναλύσει την ιστορική δυναμική του κεφαλαίου. Αυτό που είναι αιώνιο δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αυτή δεν είναι η περίπτωση του κεφαλαίου. Ο όρος βιωσιμότητα είναι ο πλέον κατάλληλος για να περιγράψει το φαινόμενο της μεταβλητότητας, της χαοτικότητας και της αντιφατικότητας που υπήρξε και συνεχίζει να είναι το κεφάλαιο.
21Δεν αμφισβητείται ότι η συνολική πολιτική αναπαράσταση (δηλαδή η συλλογική φαντασιακή αναφορά) που ήταν παρούσα και συχνά εκφράστηκε στις πορείες και τις συζητήσεις στη Γαλλία τις δύο ημέρες μετά το συμβάν, ήταν αυτή της Γαλλικής Επανάστασης. Σημειώνοντάς το δεν σημαίνει βέβαια, ότι συμβάλλουμε σε μια αιώνια επιστροφή, αλλά μόνο - και τουλάχιστον – ότι δεν εφαρμόζουμε τα προλεταριακά και ταξικά σχήματα σε μια πραγματικότητα που δεν τα επιτρέπει πλέον.
22Αυτό που λέμε είναι απλά ότι σε τίποτα δεν έχει σημειωθεί υπέρβαση. Η διαλεκτική δεν έχει σπάσει τούβλα! Και το να εξετάσουμε ξανά τη Γαλλική Επανάσταση είναι επίσης ένας τρόπος για να σκεφτούμε τη καταλληλότητα ή όχι της προοπτικής μιας «επανάστασης με τίτλο ανθρώπινο».
23Σε αυτή την στιγμή-Charlie, αυτό που εκφράστηκε αμέσως σηματοδοτεί το χάσμα που υπάρχει σήμερα μεταξύ του κράτους και του έθνους. Οι δεσμοί μεταξύ του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών, μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού εξασφαλισμένοι από μια Ρεπουμπλικανική πολιτική συμφωνία γύρω από το έθνος-κράτος και σταθεροποιημένοι από την 3η Δημοκρατία, έχουν παρέλθει. Το πελατειακό κράτος-δίκτυο εμφανίζεται μόνο ως φορέας παροχής υπηρεσιών και ως εκ τούτου χωρίς ιδιαίτερη αύρα. Το δημοκρατικό-άτομο κάνει εκκλήσεις σ’ αυτό, όταν το χρειάζεται (κοινωνική ασφάλιση και ατομική ασφάλεια), αλλά κατά τα άλλα, είναι το κράτος παρασκήνιο, αυτό που εμποδίζει την δράση, που φορολογεί και κλέβει το φορολογούμενο. Δεν εμφανίζεται πλέον ως μέρος της εθνικής κυριαρχίας, παρά μόνο ως κακοδιαχείριση μέσω πολιτικών και οικονομικών σκανδάλων και μια διοίκηση που εξακολουθεί να θεωρείται πολύ διογκωμένη σήμερα.
24Παρά την προσπάθεια του κράτους να μετατρέψει το συναίσθημα των διαδηλώσεων της Τετάρτης 7 Ιανουαρίου 2015 και της διάστασής τους ως αντίδραση με τίτλο ανθρώπινο σε μια πορεία πολιτών την Κυριακή 11 Ιανουαρίου, μπορούμε να παρατηρήσουμε τη διαφορά με τις πολιτικές αναφορές των προηγούμενων ετών. Η παράλληλη εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης και της αναδιάρθρωσης του κράτους στην μορφή του δικτύου κάνουν όλο και πιο παρωχημένο οτιδήποτε θα μπορούσε να θυμίζει μια κοινωνία πολιτών.
25Ως αποτέλεσμα των οποίων η κοινωνία των πολιτών καθίσταται αδύνατη. Η σχέση έθνους-κράτους είναι τεταμένη σε σημείο που το εθνικό συναίσθημα έχει ελάχιστα να κάνει με μια εθνικιστική έκφραση και περισσότερο εμπλέκει μια οικουμενική διάσταση, μια αντίδραση με τίτλο ανθρώπινο 7 .
26 Οι ιδιαιτεροποιητικοί προσδιορισμοί δεν υπόκεινται σε άρνηση, αλλά μπαίνουν σε παρένθεση ή υποτιμώνται ως κυρίαρχο πολιτικό συναίσθημα. Αλλά είναι επίσης αυτό που έκανε πιο δύσκολη τη συμμετοχή εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται πρώτα ως Μουσουλμάνοι, στο βαθμό που αυτή η συλλογική αντίδραση έγινε στο όνομα του «je suis Charlie» (βλέπε παρακάτω). Πράγματι, πολλοί από αυτούς θα προτιμούσαν μια θέση της μορφής «όχι στο όνομά μας». Θέση που έχει ήδη αναπτυχθεί διεθνώς μετά από διάφορες βάρβαρες πράξεις που διαπράχθηκαν από το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) ή άλλα ριζοσπαστικά ισλαμικά τρομοκρατικά παρακλάδια. Αυτό που διατηρεί το χαρακτήρα μιας διαμαρτυρίας ταυτότητας, αυτό που διευκολύνει την δημιουργία της, είναι ο γρήγορος προσδιορισμός του συλλογικού στο εσωτερικό. Αλλά αντίθετα γίνεται προβληματική η κοινή συμμετοχή στην αντίδραση του συνόλου των «ανθρώπων από εδώ», συλλογικότητα που δεν ορίζεται σε αυστηρά εθνική βάση και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή με την εθνικιστική έννοια, αλλά με την εδαφική λογική και τις κοινές ιστορικές και πολιτικές αναφορές.
27 Ένα " je " πολύ αμφίσημο στο βαθμό που πρέπει να βρει το συλλογικό του είναι, στο στενό δρόμο που συνορεύει από τη μία πλευρά με τον δημοκρατικό και καταναλωτικό ατομικισμό και από την άλλη με το «εμείς» των ταυτοτήτων και άλλων κομουνιταριανισμών. Ένα "εγώ" αμφίσημο επιπλέον στο βαθμό που φέρει μια ισχυρή απαίτηση, αυτή της ελευθερίας και της αδελφοσύνης, χωρίς πλέον να ανησυχεί πάρα πολύ για την ισότητα, είναι γεγονός ότι είναι θύμα του αμεσοτισμού: το «je suis Charlie » δεν είναι παρά μια μορφή χωρίς περιεχόμενο αφού το περιεχόμενο του Charlie  δεν συζητείται, η ελευθερία της έκφρασης δεν επιδέχεται συζήτηση στην υποστηριζόμενη προοπτική. Στο βαθμό αυτό, η διαμαρτυρία παραμένει τυπική παρά τη δυναμική που αναπτύσσεται προς κάτι άλλο. Τα άτομα που συμμετείχαν απλά συνευρέθηκαν. Η έλλειψη δημιουργίας πραγματικών δεσμών, αν και κάποιες "Επιτροπές Charlie" γεννήθηκαν εδώ κι εκεί, έχει ως αποτέλεσμα η διαμαρτυρία να μη μπορεί να διαμορφωθεί σε κίνημα.
Οι θεωρίες του έθνους μέσα από το μύλο της παγκοσμιοποίησης
28 Όλα συμβαίνουν ως εάν η πλειοψηφία των μεταναστών, των νέων ή των παλαιών και των απογόνων τους να μην αισθάνονται αναγκαστικά "γάλλοι", αλλά να έχουν, συνήθως έμμεσα, πολύ συγκεκριμένες αναφορές 8 σε μια συγκεκριμένη αντίληψη του γαλλικού έθνους. Μια αντίληψη που αρχικά βασίστηκε (στον Sieyes και στα πρώτα Συντάγματα της Δημοκρατίας, για παράδειγμα, και κατόπιν στον Renan) στη λεγόμενη υποκειμενική θεωρία του έθνους, δηλαδή σε αυτή που βασίζεται στην επιθυμία, στην ένταξη και στη συλλογική μνήμη σε αντίθεση με την γερμανική θεωρία του έθνους (Herder και Φίχτε) την λεγόμενη αντικειμενική (αίμα και χώμα + γλώσσα).
29Στις καλύτερες ιστορικές στιγμές της αυτή η υποκειμενική θεωρία βοήθησε να αναπτυχθεί ένας κοσμοπολιτισμός ακόμη και ένας θεωρητικός διεθνισμός (όπως υποδηλώνει το κυριολεκτικό όνομά της δεν υπερέβη ποτέ τον εθνικό ορίζοντα, αλλά μόνο τον εθνικιστικό ορίζοντα), ακολουθούμενη από απτά αποτελέσματα τόσο εντός της Γαλλικής Επανάστασης όσο και στην Κομμούνα όπου συμμετείχαν πολλοί «ξένοι», ακόμα και σε θέσεις υψηλής ευθύνης, και στη συνέχεια στα μέτρα που είχαν ληφθεί υπέρ του δικαιώματος ασύλου. Από εκεί και πέρα, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις κακές ιστορικές στιγμές (αποικιοκρατία και γαλλικός ιμπεριαλισμός, που μπορούν να θεωρηθούν αρνητικές συνέπειες από την αρχική θεωρία του έθνους, με τον ίδιο τρόπο που ο ναζισμός είναι ένα διεστραμμένο αποτέλεσμα της αντικειμενικής θεωρίας) και το γεγονός ότι σήμερα την υποκειμενική αντίληψη την υπερασπίζονται πλέον, όπως είναι, οι Ρεπουμπλικάνοι εκτός κομμάτων, όπως ο Finkielkraut, του οποίου ο Ρεπουμπλικανικός πατριωτισμός δεν είναι συγκρίσιμος με τις εθνικιστικές θέσεις του Εθνικού Μετώπου ή αυτές υπέρ της εθνικής κυριαρχίας (αντιευρωπαϊσμός, αντι-αμερικανισμός, εθνική προτίμηση, κ.λπ.).
30Αυτή η συγκεκριμένη ελευθερία, της οποίας η απαίτηση είναι η πιο διεθνοποιημένη που υπήρξε, παίρνει ωστόσο στην Γαλλία ιδιαίτερες εκφράσεις, διότι αναβιώνει τα αντι-θρησκευτικά πάθη της Γαλλικής Επανάστασης. Κατά τη στιγμή της επιστροφής των θρησκευτικών κομμουνιταριανισμών και του παράδεισού τους, των πιστών, αντί και στην θέση της ανθρώπινης κοινότητας, ξαναφέρνει στην μνήμη αυτό που γράφτηκε στους τάφους των νεκροταφείων την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης: «Ο θάνατος είναι ένας αιώνιος ύπνος».  Αυτό που σίγουρα οι περισσότεροι νεκροί του Charlie γνώριζαν. Αλλά αυτός ο αντιθρησκευτικός χαρακτήρας σταδιακά θα σβηστεί για να καταλήξει, στην 3η Δημοκρατία, στην πιο μετριοπαθή εκδοχή του "Διαφωτισμού" μέσω της έννοιας του κοσμικού κράτους. Αυτή η έννοια που διατήρησε σίγουρα κάποιες αρετές στην εποχή των «μαύρων ουσάρων της Δημοκρατίας" είναι κάτι περισσότερο από ένα κουρέλι που μάταια αναδεύεται στην εποχή των γενικευμένων ισοδυναμιών (εκκοσμίκευση είναι η πεποίθηση της Γαλλίας).
31Για να επιστρέψουμε στην παρούσα κατάσταση, η ενορχήστρωση της απάντησης στις δολοφονίες των 7 και 9 Ιανουαρίου 2015 από το κράτος αποτελέσει άλλο ένα βήμα προς την επιβεβαίωση αυτού που αποκαλούμε κεφαλαιοποιημένη κοινωνία, μια κατάσταση στην οποία ο διαχωρισμός μεταξύ κράτους και κοινωνίας είναι μια μυθοπλασία (η πολύ γνωστή και μυθική "κοινωνία των πολιτών") ή μια ψευδαίσθηση.  Η επίσημη διαδήλωση της Κυριακής, 11 Ιανουαρίου, η ψευδεπίγραφη «πορεία πολιτών» όπως εξηγήσαμε παραπάνω, αποτελεί μια σύνθεση της συνύπαρξης από μία πλευρά ενός έθνους-κράτους σε κρίση και σε αναδιάρθρωση σε μια μορφή δικτύου και από την άλλη των κινημάτων των αγανακτισμένων τελικά περισσότερο λαϊκών παρά  κινημάτων πολιτών. Αυτό ενισχύει την υπόθεση μας για τη μορφή κυρίως δικτύου το εν λόγω κράτους, αλλά αυτό δεν επιτρέπει να μιλάμε για μια κυρίαρχη τάση προς μια "απαίτηση για κράτος" ή για περισσότερο κράτος, ως εάν να υπήρχε συναίνεση μεταξύ των κυβερνώντων και κυβερνωμένων για το θέμα της ασφάλειας. Επιπλέον, από την άποψη αυτή, οι γάλλοι Αγανακτισμένοι δεμένοι με τις αναφορές στο πρόγραμμα του Hessel του Εθνικού Συμβουλίου της Αντίστασης, είναι σε «ιστορική καθυστέρηση» σε σχέση με τους ισπανούς  Αγανακτισμένους  ή με το κίνημα Occupy των Αμερικανών, μια «Καθυστέρηση» που φαίνεται προς το παρόν να μειώνεται με την έναρξη της επίσημης αναγνώρισης (κρατικής και πολιτιστικής) του σχετικισμού, των ιδιαιτεροποιητικοτήτων και της ταυτοτικής διάστασης που δεν εμπίπτει στη γαλλική ακαδημαϊκή παράδοση.
32Όλα τα κεφαλαία γράμματα, όπως οι θεσμοί του παλαιού έθνους-κράτους, όπως ο νόμος με κεφαλαία αντιπροσωπεύουν το κακό, γιατί παρομοιάζονται με τον ολοκληρωτισμό. Το σύνολο, στο βαθμό που εξακολουθεί να είναι ανεκτό δεν είναι πλέον παρά ένα μικρό γράμμα, ένα άθροισμα ιδιαιτροτήτων (μεθοδολογικός ατομικισμός) ή πιο σύγχρονα, μια σειρά αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ιδιαιτροτήτων που όλες απαιτούν τα δικαιώματά τους, τους νόμους τους και τους κανόνες τους, συμβασιοποιημένους απευθείας μεταξύ ατόμων και ομάδων ή κοινωνικών κατηγοριών. Οι εξατομικευμένες συμβάσεις αντικατέστησαν το Κοινωνικό Συμβόλαιο.
33Όλες οι τάσεις οι λεγόμενες φιλελεύθερες (liberals) / ελευθεριακές (liber­tai­res) στην Ευρώπη ή ελευθεριακές (liber­ta­rien­nes) στον αγγλοσαξονικό κόσμο φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι η τριγωνοποίηση κράτος-κεφάλαιο-κοινωνία αναδιαμορφώνεται σε μια διαδικασία ολοποίησης της οποίας τις σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων έχουμε προσπαθήσει να περιγράψουμε σε  γενικές γραμμές και, στη συνέχεια, να εννοιολογήσουμε με τον όρο κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Αλλά αυτή η τριγωνοποίηση, κι αυτή επίσης, δεν υπερβαίνει τίποτα. Δεν είναι μεταμοντέρνα, δεδομένου ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί πρώτον από το ζήτημα του έθνους, στην συνέχεια της θρησκείας ούτε τελικά από εκείνο των σχέσεων ατόμων / κοινότητας, αυτό το τελευταίο συνδέεται με τα δύο πρώτα.

Το αδύνατο του υποκειμενου-Charlie
34Με την ταχύτητα του φωτός - αυτή της ψηφιακής επικοινωνίας – το «je suis Charlie» έγινε το σύνθημα που εκφράστηκε από εκατομμύρια ανθρώπους στη Γαλλία και στον κόσμο 9 . Δημοσιευόμενο και διαδιδόμενο από όλα τα μέσα ενημέρωσης, κυριάρχησε σε μεγάλο βαθμό πάνω σε άλλες διατυπώσεις μέσα στην «Δημοκρατική ορμή» που προέκυψε μετά την σφαγή στην έδρα της σατιρικής εφημερίδας.  Άλλα συνθήματα σίγουρα εξέφρασαν την υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης και του κοσμικού κράτους, το σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή ή την απουσία του φόβου, αλλά είναι το «je suis Charlie», το οποίο συνιστά το μείζον και κεντρικό σημείο αναφοράς των διαδηλωτών, για εκείνες-ους που ήταν στους δρόμους, αλλά και στο σπίτι ή αλλού.
35Όσον αφορά τις συλλογικές εκδηλώσεις εξίσου σημαντικές σε αριθμούς με αυτές που μόλις έλαβαν χώρα, για κάποιους μπορεί να είναι έκπληξη το γεγονός ότι η φράση «je suis Charlie» παρέμεινε, αν όχι σπάνια, τουλάχιστον αρκετά μειοψηφική. Το ότι εξεπλάγησαν σημαίνει ότι παρερμηνεύουν τον υψηλό βαθμό εξατομίκευσης που επιτυγχάνεται στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία σήμερα. Και οι λίγοι διαδηλωτές, οι οποίοι αρχικά έβαλαν μπροστά τη συμμετοχή τους σε μια θρησκευτική κοινότητα, με πλακάτ που έλεγαν «Είμαι μουσουλμάνος," ή "είμαι Εβραίος" δεν ξέφευγαν ούτε αυτοί από την ιδιαιτεροποίηση, η οποία επιπλέον εντάθηκε όταν μερικοί προσέθεσαν στην αρχική κοινοτική αναφοράς τους, "... και είμαι επίσης Charlie».
36Πάντα τοποθετημένο στην ίδια εγωκεντρική και ατομικιστική διάσταση, το κυρίαρχο σύνθημα οδήγησε, φυσικά, αμέσως στο ντουμπλάρισμά του, την όψη αντινομίας, την αντίδραση «σχέσης-αντίθεσής» του με το «δεν είμαι ο Charlie». Όψη απλά και μόνο αντινομίας, διότι παραμένει στο ίδιο πνεύμα με την πρώτη, συνδυάζοντας το ρήμα είμαι σε πρώτο πρόσωπο στον ενεστώτα χρόνο.
37Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, για ποιο υποκείμενο πρόκειται ακριβώς; Ποιο είναι το υποκείμενο της ιδιότητας " Charlie "; Είναι πράγματι ένα «υποκείμενο»; Υπάρχει ακόμα ένα υποκείμενο το οποίο σήμερα μπορεί να διατηρήσει την ιστορική ουσία του, με την εγελιανή έννοια; αυτό το "Εγώ ( je  )" μπορεί να γίνει κατανοητό ως «κοινωνικό υποκείμενο»; Σίγουρα όχι. Με λίγα λόγια θα εξηγήσουμε γιατί.
38Εδώ και είκοσι χρόνια, στο περιοδικό Temps cri­ti­ques, προσπαθήσαμε να αναλύσουμε τις επιπτώσεις της ευρύτερης διαδικασίας της εξατομίκευσης και ιδιαιτεροποίησης των κοινωνικών σχέσεων μετά τις πολιτικές και ανθρωπολογικές ανακατατάξεις στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Στο τρίπτυχο Άτομο / υποκείμενο / υποκειμενικότητα έχουμε επισημάνει την αποσύνθεση του παλαιού ιστορικού υποκειμένου της νεωτερικότητας: του αστού και της κοινωνικής του τάξης 10 , καθώς και την εξάντληση της διαλεκτικής των τάξεων που δημιούργησε μια ευρεία διαδικασία εξατομίκευσης, ένα κατακερματισμό του παλαιού ιστορικού υποκειμένου σε πολλές υποκειμενικότητες και πολλαπλές διυποκειμενικότητες. Το «je suis Charlie" ξεφύγει, έστω και μόνο προς όφελος ενός συλλογικού αισθήματος, απ’ αυτή την κυρίαρχη τάση; Όχι και τόσο σίγουρα.
39Υπό το πρίσμα αυτό, το «je suis » που δεν περιλαμβάνει κανένα «εμείς», ακούγεται ως η μελαγχολική και φορτωμένη από συμπάθεια φωνή ενός ατόμου ιδιαιτεροποιημένου, κατακερματισμένου και υποκειμενικοποιημένου, ενός ατόμου σίγουρα κοινωνικού, αλλά του οποίου η κοινότητα αναφοράς είναι εξαιρετικά αβέβαιη, μεταβλητή, αμφίθυμη. Επιπλέον, αυτό το "εγώ"(je) δεν είναι πλέον ένα "εγώ" (ego), δεδομένου ότι δεν περιέχει καμία ναρκισσιστική άμυνα ή διεκδίκηση ταυτότητας. Είναι το κοινωνικό άτομο που δηλώνει την παρουσία του στο συμβάν, ένα άτομο χωρίς ατομικότητα το οποίο είναι αδύνατο να επιβληθεί ως ιστορικό υποκείμενο 11. Εξ ου και ο τίτλος μας: «το αδύνατο του υποκειμένου  Charlie ."
40Εάν προσπαθήσουμε να εξετάσουμε την ιδιότητα του υποκειμένου στην πρόταση του συνθήματος, το σημαινόμενο " Charlie " περιορίζεται κατ’ αρχήν σε μια ομάδα από μερικούς ελευθεριακούς δημοσιογράφους, κι αυτοί επίσης ιδαιτεροποιημένοι και εξατομικευμένοι τους οποίους κάποιοι θα ονομάσουν σύντομα "Οι Charlies».  Περνάμε επομένως σε ένα κοινωνικό περιεχόμενο, μια αναπαράσταση μιας συλλογικότητας σε πάλη, μιας κοινότητας δέσμευσης, μιας αλληλεγγύης, μιας πνευματικής ή συναισθηματικής εγγύτητας, κ.λπ. Είναι το άτομο-κοινωνικό-Charlie. Με αυτή την έννοια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπήρξε στην στιγμή-Charlie, μια ενεργοποίηση της τάσης μεταξύ του ατόμου και της ανθρώπινης κοινότητας. (Βλέπε το επόμενο κεφάλαιο «Η τάση προς την κοινότητα»)
41Είναι όμως, αυτός ο προσδιορισμός "οι Charlies» ισοδύναμος με αυτόν ο οποίος από την δεκαετία του 1970 χαρακτήριζε τους εργαζόμενους σε αμυντική πάλη ενάντια στην αναδιάρθρωση και στις μαζικές περικοπές εργατικού δυναμικού; Θυμόμαστε "τους Lip " το 1973 τη στιγμή της απεργίας με προσπάθειες αυτο-διαχείρισης των εργαζομένων της επιχείρησης ωρολογοποιίας. Επιπλέον, είναι στον πληθυντικό του ουσιαστικού που μιλάνε οι συλλογικότητες των εργατών στους αμυντικούς αγώνες των κατά των απολύσεων («Οι Conti", "Οι Michelin", κ.λπ.).
42Το " Charlie " δεν σχετίζεται εδώ με τέτοια αναφορά στην εργατική κοινότητα, αλλά ούτε πλέον σχετίζεται με την κοινότητα των πολιτών. Πρόκειται περισσότερο για μια ατομική σχέση με μια ανάμνηση, με μια (γαλλική) ιστορία ασέβειας, θράσους, ελευθερίας της έκφρασης, όλες τις «αξίες» που υποτίθεται ότι μοιράζεται ο περισσότερος πληθυσμός, καθώς προέρχονται όλες από την Γαλλική Επανάσταση. " 
43Η ασέβεια είναι επίσης μέρος αυτών των αξιών, αλλά παραμένει μειοψηφική, όπως ήταν ανέκαθεν άλλωστε στη Γαλλία από την εποχή της επανάστασης. Επειδή η κριτική της θρησκείας που περιέχουν σήμερα οι καρικατούρες του Charlie Hebdo έχει ένα πεδίο μόνο οπτικό, γραφικό (μια «οπτική» όπως λένε στο com.) και όχι πλέον θεωρητικό ή φαντασιακό. Είναι μια καρικατούρα της κριτικής της θρησκείας.  Είναι μια αποδυνάμωση της «επιρροής του φαντασιακού», μας είπε ένας συνομιλητής.
44Μερικοί, ελάχιστοι σχολιαστές του συμβάντος υπογράμμισαν τη μετατόπιση των άθρησκων γελοιογραφιών του Τσάρλι την σημερινή εποχή. Αλλά δεν έχουν δει παρά μόνο μια διαφορά λόγω της κρατικής καταστολής του αδικήματος της γνώμης. Αυτή δεν είναι η περίπτωση με τις γελοιογραφίες του Τσάρλι σήμερα. Εμείς προτιμούμε να δούμε σ’ αυτό την πολιτική εξάντληση των παλαιών κριτικών της θρησκείας στην αστική κοινωνία που δύσκολα βρίσκουν πλέον ευκαιρία να γίνουν αναγνωρίσημες στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Αν και πρόσφατα έχουν κατηγορήσει τους Καθολικούς ότι θέλουν να αμφισβητήσουν το νόμο για τις αμβλώσεις ή ότι κρύβονται πίσω από τους διαδηλωτές «ενάντια στο γάμο για όλους» , αλλά αυτό είναι πολύ καταχρηστικό και απλοϊκό. Και εδώ ο θεσμός της θρησκείας - όπως και τόσοι άλλοι του έθνους-κράτους και της παλιάς αστικής κοινωνίας – έχουν κομμένα φτερά και η τάση προς «συντηρητικές αξίες» είναι πολύ ευρύτερη από Χριστιανική, επειδή, όπως γνωρίζουμε, διαπερνά σε μεγάλο βαθμό την κοσμική και Δημοκρατική Αριστερά.
45Πράγματι, μπορούμε, στoν 21ου αιώνα, μετά την αποτυχία τόσων πολλών "επαναστάσεων", να αναφερόμαστε στον υλισμό, ως τρόπο ασέβειας όπως έπραξαν οι Libertines του 18ου αιώνα ή οι αντικληρικοί του 19ου , δηλαδή με μορφές κριτικής του χριστιανισμού που κατέστησαν άκυρες, από τότε που αυτός ήταν ο μόνος θρησκευτικός θεσμός, κυρίαρχος και καταπιεστικός;
46Στην αστική κοινωνία, οι χριστιανικές θρησκείες, καθολική και προτεσταντική, αποτελούσαν μια κεντρική διαμεσολάβηση στις κοινωνικές αντιθέσεις, ιδιαίτερα στην εξουδετέρωση των ταξικών αγώνων. Πρώτα και πάνω απ 'όλα θρησκείες των ιδιοκτητών, ο Καθολικισμός και ο Προτεσταντισμός - ο καθένας με τις πεποιθήσεις του και τους ιδιαίτερους τρόπους δράσης του- λειτούργησαν ως ένας ισχυρός κοινωνικός ρυθμιστής των "επικίνδυνων τάξεων" φαινόμενο ακόμα πιο έντονο σε χώρες όπως η Ιταλία και Ισπανία. Δεν είναι πλέον αυτή η περίπτωση 12 σήμερα, όπου το Ισλάμ τείνει να γίνει ο φορέας του πνευματικού και κοινωνικού ελέγχου ο οποίος, για την πολιτική εξουσία, είναι ο πιο κατάλληλος για την διοίκηση «ευαίσθητων» περιοχών και εγκαταλελειμμένων πληθυσμών κι αυτό σε χώρες όπου δεν είναι επίσημη θρησκεία του κράτους.
47Αναφέρουμε εδώ ότι η πάντα απαραίτητη κριτική της θρησκείας δεν πρέπει να συγχέει τις εποχές λαμβάνοντας υπ’ όψη τις διαδοχικές και επαναλαμβανόμενες αποτυχίες της τόσο στον σταλινισμό και στους εθνικισμούς όσο και στον σοσιαλφιλελεύθερο καταναλωτισμό ή στην αριστερο-ελευθεριακή αυτονομία.
48Αν και δεν απουσίαζαν, κάθε άλλο, από την ιστορία των ταξικών αγώνων, δεν ήταν με τις καρικατούρες που το επαναστατικό εργατικό κίνημα» προσπάθησε να διαλύσει τις θρησκείες. Το έκανε περισσότερο στην προσπάθειά του να μετατρέψει τον τρόπο ζωής και τις κοινωνικές σχέσεις, προσπαθώντας να επιτύχει στη Γη την ανθρώπινη κοινότητα, καθώς με τον Μαρξ, διακήρυξε: «το ανθρώπινο είδος είναι η αληθινή κοινότητα των ανθρώπων» ( Gloses cri­ti­ques... 1844).
49Αυτός ο αρχαϊσμός του Charlie εξηγεί εν μέρει την πτώση της κυκλοφορίας του και την έλλειψη ριζών του στις νέες γενιές. Ειδικά δεδομένου ότι επιτείνεται από ένα άλλο αρχαϊσμό που είναι η κριτική του "λευκού χωριάτη ρατσιστή ( beauf )", μια τυπική κριτική της liberation την εποχή των δεκαετιών  1960-1970, αλλά που λέει ελάχιστα σήμερα, καθώς οι λαϊκές τάξεις, αγροτικές και εργατικές έχουν χάσει κάθε ταυτότητα και έχουν ισοπεδωθεί πολιτικά και πολιτισμικά από την επανάσταση του Κεφαλαίου. Είναι οι "δικτυωμένοι", οι " bobos  " (σ.μ. αυτοί που αγοράζουν βιολογικά και τους αρέσουν τα γκάτζετ) και όχι οι " beauf  " οι οποίοι είναι πλέον η πλειοψηφία, ή τουλάχιστον αυτό είναι το πιο ορατό και ακόμη και αν είναι πολύ πιθανό να εκδηλώσουν την αποδοκιμασία τους, καθώς είναι φιλελεύθεροι και ανοιχτοί, μπορούμε να φανταστούμε ότι δεν ενδιαφέρονται πολύ για την πάλη των ιδρυτών του Τσάρλι 13 .
50Πολλά έχουν ήδη γραφτεί για τις διαφορετικές σημασίες που μπορούν να αποδοθούν στην έννοια Charlie του συνθήματος «je suis Charlie », αλλά λίγα έχουν γραφτεί για το " je suis ".
51Φυσικά και εύλογα, η εστίαση τέθηκε αρχικά στην ένταση του ψυχικού σοκ που υπέστησαν οι μάρτυρες των δολοφονιών και οι κάτοικοι της γειτονιάς. Όμως, το κύμα του σοκ έχει εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα και ακόμη και στον κόσμο. Τα συναισθήματα αυτού του σοκ πλημυρίζουν τις συνομιλίες. Το «εγώ (je)» του Charlie είναι αρχικά ένα τραυματισμένο άτομο που μιλά για τα συναισθήματά του. Η έκφραση των συναισθημάτων και του τραύματος ήταν οι συμβουλές που δίνονταν από ψυχολόγους και τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Το άτομο-Charlie είναι συμπονετικό, ξεχωρίζει από αυτούς που μένουν «αδιάφοροι» για τον θάνατο ενός αστυνομικού ή από εκείνους που αισθάνονται «ξένοι» προς τις ενέργειες των τζιχαντιστών.  Ο συνομιλητής  μας δίνει στον ορισμό μια διάσταση που πηγαίνει πολύ πιο πέρα από μια θεραπευτική λειτουργία. Βλέπει σ’ αυτή την αποφασιστικότητα να ονομαστούν, να συγκεντρωθούν, να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους, να βαδίσουν φέροντας το όνομα, είμαι ο Charlie μια "απρόβλεπτη εξέγερση συλλογικού αυτοπροσδιορισμού". Αυτό το συλλογικό όνομα είναι το αντίθετο από ένα σύνθημα καθώς δεν έχει δημιουργηθεί ή επιβληθεί από οποιαδήποτε αρχή ή θεσμό. Αποδίδεται ως μια «πνοή ελευθερίας που αψηφά το θάνατο - το φόβο του θανάτου" Ακόμη και συνοδευόμενο από τον  λυρισμό του Hugo για τη δύναμη της λέξης, το «je suis Charlie » ήταν εμμέσως φορέας μεγάλης ελπίδας γι αυτούς που το έφεραν; Ίσως αυτό να ήταν φευγαλέα παρόν σε αυθόρμητες συγκεντρώσεις που έλαβε χώρα τη νύχτα της τραγωδίας. Όμως αυτό είναι αμφίβολο ενόψει της "Δημοκρατικής πορείας" της Κυριακής 11 Ιανουαρίου.
52 Το να φέρει κανείς ένα νέο όνομα, διαφορετικό, ένα επιλεγμένο όνομα και να το μοιράζεται με άλλους σε μια στιγμή συλλογικής συγκίνησης δεν είναι αρκετό για να κάνει αυτή τη συγκέντρωση μια κοινότητα ελεύθερων ατόμων, δημιουργικών που περιγελούν το θάνατο. Πέρα από το άτοπο της ουτοπίας, την εκτός χρόνου εναλλακτική ιστορία, έχουν οι «Charlies» ανακαλύψει μια πόλη-που όλοι-ονομάζουν; Επιπλέον, το να αυτό-ονομαζόμαστε μας αφήνει πάντα στο περιορισμό της αυτοαναφορικότητας και της εγωδιαχείρισης.
53Μετά την τήρηση (ή μη τήρηση) των λεπτών σιγής, η έκφραση για την ανείπωτη δολοφονία, πέρασε μέσα από τις λέξεις και τα ονόματα, αλλά η αρχική ορμή του προσδιορισμού, του απρόβλεπτου λόγου – αυτή η πρώτη ανάσα που επιδιώκει την ποίηση - σύντομα γκρεμίστηκε από τις λιτανείες του νομιναλισμού και την ανοησία του πεζού λόγου του κόσμου.
Η τάση προς την κοινότητα
54Με την πρώτη ματιά, και αν μιλάμε με τους όρους της έννοιας της ανθρώπινης κοινότητας (και όχι με όρους κομουνιταριανισμού) για να χαρακτηρίσουμε τις αντιδράσεις στο συμβάν, φαίνεται εκπληκτικό και ενάντια στο ρεύμα επειδή η εποχή μας βλέπει μια αναβίωση, σε εξωτερικό επίπεδο, μια επιστροφή των διαφόρων κρατικών εθνικών κυριαρχιών (sovereignisms), ενώ βρίσκεται σε πλήρη εκδήλωση η παγκοσμιοποίηση και η συνακόλουθη κρίση του έθνους-κράτους σε εσωτερικό επίπεδο. Η αναζήτηση του νοήματος της ανθρώπινης κοινότητας μπορεί να φαίνεται ότι πάει ενάντια στο ρεύμα δεδομένου ότι οι κοινοτικές αναφορές (τύπου οικουμενισμού) που συμμετείχαν στην ιστορική, πολιτιστική και πολιτική διευθέτηση μιας χώρας μετατρέπονται σε διεκδίκηση για υποταγή στις κοινότητες αναφοράς 14 και στις ταυτότητες.
55Ωστόσο, στην ένταση της συγκίνησης της Τετάρτης το βράδυ και των επόμενων ημερών, υπήρξε αυτή η κοινοτική διάσταση, τουλάχιστον μια αίσθηση της τάσης προς αυτή τη διάσταση, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση σε πρώτη φάση. Ένα κράτος που επιδίωξε ακόμη να θολώσει τα νερά για να αποτρέψει στην διαμαρτυρία να πάρει ορμή. Έτσι έβαλε τα δυνατά του για να κρύψει τη πιθανότητα συντονισμένων επιθέσεων πριν αποδεχθεί το προφανές. Οι διαδηλωτές, επομένως δεν διεκδικούν μια κοινότητα ήδη υπάρχουσα ή ήδη αναφοράς, εθνικοποιημένη και ταυτοτική, αλλά εκφράζουν μια τάση των ατόμων προς την ανθρώπινη κοινότητα, προς το είδος, αλλά το καθολικό είδος, το ανθρώπινο είδος, όχι το είδος των έμφυλων θεωριών.
56Η τάση αυτή είναι εύθραυστη και ασταθής, επειδή η αυτονομία της είναι πολύ περιορισμένη, δεδομένου ότι δείχνει μόνο μια αντίδραση και είναι εκτεθειμένη είτε σε μια ανάκτηση από τους πολιτικούς όπως μας δείχνει το παράδειγμα της μεγάλης μαζικότητας της Κυριακής 11 Γενάρη, είτε στον αυθόρμητο χαρακτήρα της που επιμένει στον αμεσοτισμό μιας μη-κριτικής και συναινετικής συμμετοχής.
57Το γεγονός ότι αυτή η κοινότητα γενικά είναι εδώ, λόγω του Charlie, μια μη-εθνική ακόμη και διεθνής κοινότητα δεν σημαίνει ότι είναι ήδη ανθρώπινη κοινότητα. Η τάση αυτή περιορίζεται από πολλές άλλες τάσεις όπως έλεγε ένας από τους θεωρητικούς δασκάλους μας. Έτσι, όταν η διαδήλωση της Κυριακής άρχισε να χειροκροτεί την αστυνομία που περνούσε ενώ το πτώμα του Rémi Fraisse ήταν ακόμα ζεστό, μια ελάχιστη αποστασιοποίηση είναι απαραίτητη.

58Δεν είναι πλέον η ενότητα γύρω από τις ελευθερίες και τις αρχές, αλλά μια ενότητα για την ενότητα, μια ενότητα φαντασίωση πέραν των κοινωνικών και πολιτικών ανταγωνισμών. Ομοίως, όταν ψάχνουμε λίγο μάταια να αντιληφθούμε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι η διαμαρτυρία ή η εξέγερση επηρέασε επίσης τα προάστια 15 ή τις γειτονιές της περιφέρειας. Η τάση οικουμενισμού τότε γίνεται λίγο πιο αφηρημένη και έρχεται να υπενθυμίσει τις ιστορικές μας ήττες στους ταξικούς αγώνες και τις προηγούμενες ιστορικές εξεγέρσεις.
59Εάν μια τάση άτομου / κοινότητας πράγματι εκδηλώνεται εξακολουθεί να είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό, για να μιλήσουμε με διαλεκτικούς όρους, το μη ταυτόσημο, το αρνητικό, το στοιχείο της κριτικής που θα μπορούσε να μετατρέψει την τάση σε κίνημα προς κάτι άλλο. Το στοιχείο της κριτικής περιέχεται πράγματι σε μια απουσία, δηλαδή, ο χρόνος ενός γεγονότος, προσδιορίζεται κατά κάποιο τρόπο από μια κατάσταση κατά την οποία το σύγχρονο  ιδιαιτεροποιημένο άτομο δεν μπορεί πλέον να βασίζεται σε μια κοινωνική ομάδα που σχετίζεται με το συλλογικό του είναι. Και η τάση προς την κοινότητα που προέκυψε υπήρξε επίσης ως μια λύτρωση.  Λειτούργησε μια θεραπευτική, αυτή της συνεύρεσης ενάντια στο φόβο και η εκδήλωση - γαλήνια και μερικές φορές χαρούμενη - της ικανοποίησης του να είναι μαζί για να υπερασπιστούν ένα καθολικό σκοπό.  Παρουσιάστηκε ως μια χαρά για την απαλλαγή από αυτήν την οιονεί υποχρέωση σήμερα, που είναι ότι για να υπάρξει κοινωνικά, το άτομο πρέπει να δηλώσει την ταυτοτική αναφορά του στην μια ή την άλλη ιδιαιτερότητα εθνοτική, πολιτιστική, σεξουαλική, θρησκευτική, φυλετική, δικτυακή, λομπίστικη, αιρετική, κ.λπ. δεδομένου ότι η ταξική αναφορά δεν είναι πλέον δυνατή ή, εν πάση περιπτώσει δεν είναι πλέον κεντρική.
60Οι παραδοσιακοί διεκδικητικοί αγώνες με βάση την εργασία δεν είναι πλέον κατανοητοί από την εξουσία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα δημοκρατικά-άτομα της κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας, παρά ως μορφές κορπορατισμού ή αρχαϊκούς αγώνες για να μην πούμε αντιδραστικούς, τα αιτήματά τους όπως και οι επιδιώξεις τους είναι πιθανό να ακουστούν μόνο εάν εμφανίσουν τις αναφορές τους στην συνδυαστική του "γούστου", των "επιλογών" και των "ευκαιριών" που προσφέρονται σήμερα ως ζωή για όλα τα άτομα. Ζωές "στερημένες από ιστορία 16  ". Ίσως θα μπορούσαμε να διαβάσουμε - αν είμαστε αισιόδοξοι - τα τελευταία γεγονότα ως μια προσπάθεια επανοικειοποίησης μιας ιστορική στιγμής.
61Σε αυτή την απελευθέρωση, σε αυτή την εκδήλωση της ελευθερίας της έκφρασης, εκφράζεται επίσης μια αλλαγή συμπεριφοράς έναντι των θρησκειών. Είπαμε παραπάνω ότι η παλιά κριτική των θρησκειών είχε εξαντληθεί, αλλά μια νέα αντίδραση ξεκινά, η οποία δεν είναι μόνο της τάξης της κριτικής, αλλά περιέχει επίσης στοιχεία συναισθηματικά και αντίδρασης ενάντια σε αυτό που φαίνεται να είναι ένα ξεπέρασμα των ορίων της εκκοσμίκευσης από την όλο και μεγαλύτερη σύγχυση που γίνεται σήμερα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Στο θέμα αυτό άλλωστε, οι θρησκείες δεν είναι απαρχαιωμένες. Επανεξεταζόμενες από τους ιδιαιτεροποιητισμούς, είναι νεο-μοντέρνες, γιατί θέτουν σε εφαρμογή στο δικό τους πεδίο, το σύνθημα «το ιδιωτικό είναι πολιτικό».
62Όμως, είναι σαφές ότι είναι το Ισλάμ και κυρίως οι σαλαφιστικές μορφές του, που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ολισθήσουν στις νέες πολιτικές πρακτικές των ταυτοτήτων για να αναδυθούν τελικά ως μια πιθανή πολιτική διέξοδο, η οποία όμως εκφράζεται έξω από το δημοκρατικό πολιτικό παιχνίδι. Αυτό είναι άλλωστε που μπορεί να προσελκύσει νέους ανθρώπους αηδιασμένους από τον πολιτικό πολιτικαντισμό ή που έχουν τεθεί, στην πραγματικότητα ή εκ του νόμου, εκτός του συγκεκριμένου παιχνιδιού. Οι άλλες θρησκείες ακολουθούν την κίνηση, αλλά μια κίνηση που δεν τους είναι πλέον φυσική, επειδή αυτές έχουν προηγουμένως διαμορφωθεί στη νεωτερικότητα, έχουν προσαρμοστεί σταδιακά και έχουν αντίθετα ιδιωτικοποιηθεί. Επομένως, είναι αναγκασμένες να σηκώσουν τους τόνους για να μην μείνουν στο περιθώριο (αμφισβήτηση του νόμου για τις αμβλώσεις όπως στην Ισπανία, οι αντιδράσεις κατά του γάμου των ομοφυλοφίλων).
63Για παράδειγμα, η Καθολική Εκκλησία, πέρα από οποιοδήποτε φονταμενταλισμό επιδιώκει να ανακτήσει τη θέση της, αν όχι με την επιστροφή της πίστης, τουλάχιστον μέσω της μεγαλύτερης συμμετοχής στις «συζητήσεις της κοινωνίας». Και είναι σαφής, μέσα σε αυτή τη γενική πτυχή των εξελισσόμενων πρακτικών των θρησκειών, μια συγκεκριμένη απάντηση απέναντι στη μουσουλμανική θρησκεία, γιατί στην σαλαφιστική παραλλαγή της, φαίνεται να είναι εκτός του πλαισίου της ιδιωτικής άσκησης των θρησκευτικών πρακτικών που ορίζεται από τις αρχές του κοσμικού κράτους και με την υπεράσπιση μιας πολιτικο-θρησκευτικής ταυτότητας εστιάζοντας σε διασπαστικές αξιώσεις (ενδυμασία, επιτρεπόμενη διατροφή, ενδοκοινοτικοί γάμοι, την αυστηρή τήρηση των τελετουργιών, κλπ) φαίνεται να συμβάλει, αν δεν πλειοδοτεί στην τάση υποβάθμισης των γειτονιών όπου είναι ιδιαίτερα αισθητή η από-ουσιαστικοποίηση της εργατικής δύναμης, στην ανδρική κυριαρχία και στα προβλήματα αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.
64Όλοι οι δυνατότητες ενός στιγματισμού και ενός ταυτοτικού προσδιορισμού στη συνέχεια συνδυάζονται με πιθανό επακόλουθο μια καχυποψία απέναντι στο Ισλάμ και, ως αποτέλεσμα του αποτελέσματος, τις κομμουνοταριστικές αντιδράσεις και γι αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, την ταύτιση του Charlie με μια «Ισλαμοφοβική» εφημερίδα, που σίγουρα δεν είναι, αφού ο σκοπός της, μεταξύ άλλων, είναι η κριτική όλων των θρησκειών.
65Αλλά και πάλι αυτή η αντικληρική τάση της οποίας το Charlie hebdo παραμένει αντιπροσωπευτικό δεν είναι, το αντίθετο μάλιστα, ομόφωνη ούτε κοινός τόπος. Η πλειοψηφία των Δημοκρατικών-ατόμων (η κοινή γνώμη) και το κράτος, σε συμφωνία και με την αρχή της ελεύθερης έκφρασης υπερασπίζονται κυρίως τη γραμμή σύμφωνα με την οποία όλες οι θρησκείες είναι αποδεκτές (συμπεριλαμβανομένης της κοσμικής) από τη στιγμή όπου παραμένουν μετριοπαθείς και μπορούν όλες να αναφέρονται στην αρχή της ειρήνης, έξω επομένως από αυτό που ήταν και αυτό που έκαναν στην πορεία της ιστορίας.
66Η χριστιανική θρησκεία θα καθαριστεί έτσι από τους θρησκευτικούς πολέμους, την Ιερά Εξέταση, την αποικιοκρατία και το Ισλάμ από την κατάκτηση και τη δουλεία για να παρουσιαστούν ως θρησκείες της ειρήνης. Η τζιχάντ γίνεται μια συμπεριφορά ατομικής πίστης, τα υπόλοιπα δεν είναι παρά φανατισμός χωρίς αναφορές στις ιερές γραφές. Θα ήταν αρκετό επομένως να διαχωρίσουμε την ήρα από το σιτάρι για να ανοιχθούμε σε μια πραγματικά πολυπολιτισμική κοινωνία που σέβεται τον καθένα ... στην ταυτότητά του! Αυτό είναι που προσπαθούν οι περισσότερες δημόσιες ή ιδιωτικές αρχές υπερασπιζόμενες ταυτόχρονα το Charlie... και τα συμφέροντα των εκπροσώπων των διαφόρων εκκλησιών, που τους οδηγεί σε ένα σταθερά μεγάλο χάσμα που συνορεύει με την υποκρισία και ταυτόχρονα εξηγεί την ιστορία των διαφόρων μέτρων που ελήφθησαν ενάντια στο Hara-Kiri και στην συνέχεια στο Charlie.  Πρέπει επομένως να αναγνωρίσουμε ότι η πιο συνεπής στάση, ακόμα κι αν είναι σοκαριστική για μας, βρίσκεται στα αγγλοσαξονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που απέφυγαν να παρουσιάσουν το εξώφυλλο της νέας έκδοσης του Charlie.
67Όσον αφορά τους ισλαμο-αριστερούς, δεδομένου ότι πρέπει να τους αναφέρω, προσθέτουν στη σύγχυση βάζοντας στο ίδιο επίπεδο την απαγωγή και το βιασμό των κοριτσιών και των γυναικών στην Αφρική από την Boko Aram και τους προτεσταντικούς ακτιβισμούς των αιρέσεων στις χώρες του Νέου Κόσμου,  αγανακτώντας περισσότερο για τα συνθήματα σε μουσουλμανικά τεμένη τις τελευταίες ημέρες, απ’ ότι για την δολοφονία των Εβραίων, διότι ήταν Εβραίοι στο hypercasher, και μας ξανασερβίρουν τις συζητήσεις για τους φτωχούς και το «Ισλάμ θρησκεία των φτωχών", ως εάν όλοι οι μουσουλμανικής καταγωγής 17  να ήταν, σαν να είχαν προγραμματιστεί τελικά να γίνουν τζιχαντιστές ή φανατικοί, είτε ένα μηχανιστικό ντετερμινισμό διανοητικά ηλίθιο, πολιτικά βλακώδη και ηθικά μεμπτό.

Δύο λόγια για το τελοσ:
68Η εξουσία δεν ελέγχει τα πάντα ... Δεν υπάρχει "σχέδιο του κεφαλαίου» ...
69Ωστόσο, τίποτα δεν είναι γραμμένο σε πέτρα όπως μπορούμε να δούμε με την υποχώρηση του  Valls  προς μια Patriot Act αλά γαλλικά αφού έκανε την ανακοίνωση των μέτρων έκτακτης ανάγκης. Όπως υπενθυμίζεται από τις εφημερίδες, η ασφάλεια που ορίζεται πλέον νομικά στις Βρυξέλλες και το Παρίσι έχει ένα μικρό περιθώριο για ελιγμούς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των ελευθεριών είναι πολύ προσεκτική, αρκετά φιλελεύθερη / ελευθεριακή όταν πρόκειται για τα θέματα της διατήρησης της ελεύθερης κυκλοφορίας, ακόμη και αν υπάρχουν περιορισμοί σε μια περιοχή Σένγκεν. Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι θέλει να διατηρήσει το κράτος δικαίου στην Ευρώπη, ενώ ορισμένα κράτη ή πολιτικά τμήματα κλίνουν προς ένα κράτος εξαίρεσης μπροστά στην τρομοκρατία. Αυτή η διεθνοποίηση της δικαιοσύνης και των μέτρων τήρησης της νομοθεσίας δεν είναι όμως πλήρης, καθώς ο τομέας των Πληροφοριών δεν είναι ακόμη διεθνοποιημένος και παραμένει στην αρμοδιότητα των εθνικών κρατών.

70Γενικά σταματήσαμε να πιστεύουμε ότι η εξουσία ελέγχει τα πάντα όταν περνά τον χρόνο της να ερευνά για τους ακτιβιστές του Tarnac από την μια ενώ από την άλλη εγκαταλείπει τα ίχνη ατόμων ήδη καταδικασμένων για πράξεις που θεωρούνται πως αφορούν την τρομοκρατία, ενώ αφήνει να αναπτυχθεί με ευκολία, η κοινοτική ομαδοποίηση και ως συνέπεια η στρατολόγηση στην τζιχάντ στη φυλακή? ή όταν θυσιάζει τον προϋπολογισμό της DGSI υπέρ αυτού της DGSE. Ελλείψει εχθρού πραγματικά αναγνωρίσιμου όπως την εποχή του συμβατικού πολέμου και των ταξικών συγκρούσεων, είναι σχετικά άοπλοι απέναντι στις νέες μορφές που αντιπροσωπεύουν γι αυτήν ο ασύμμετρος πόλεμος και τα δίκτυα της τζιχάντ. Και καθώς δεν μπορεί κυνηγήσει όλους τους λαγούς ταυτόχρονα, το κράτος δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει μόνο με αυθαίρετες και δημοσιονομικές επιλογές. Με τον τρόπο αυτό δεν προχωρά διαφορετικά από ό, τι σε όλους τους άλλους δημόσιους τομείς (βλέπε το σχολείο και τη μεταρρύθμιση των τομέων προτεραιότητας): ληστεύει τον Πέτρο για να πληρώσει τον Παύλο κατά τη διακριτική ευχέρεια μιας διοίκησης του κράτους που λειτουργεί κατά περίπτωση όπως επισημάναμε εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, στο πλαίσιο της μετάβασης από το έθνος-κράτος στην μορφή του δικτύου. Το επαναλαμβάνουμε ακόμη μια φορά: δεν υπάρχει «σχέδιο του κεφαλαίου», ακόμη και αν υπάρχει μια πολιτική του κεφαλαίου 18 . ▪

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

After the Revolution of Capital

Presentation Notes

April 2015Jacques Wajnsztejn
Translated by: : Corentin Debailleul & Alastair Davidson
Original title: Après la révolution du capital

All the versions of this article: [English] [français]

1The slightly provoca­tive title, indi­cates the his­tor­ical moment from which we begin: the defeat of the last global rev­o­lu­tionary assault of the 1960-1970s. This assault marked the extreme limit of a clas­sist and pro­le­tarian pol­i­tics, espe­cially in the example of the Italian ‘Hot Autumn’ (1969)1. Nonetheless, this last assault already com­prised an under­standing of the need for a rev­o­lu­tion on a human basis2, for a cri­tique of work and for the super­s­es­sion of classes, as was notice­able in May 68 France and 1977 Italy3.
2The defeat did not result in a counter-rev­o­lu­tion as there had been no gen­uine rev­o­lu­tion. Rather, a double move­ment ensued: the restruc­turing of cor­po­ra­tions and the ‘lib­er­a­tion’ of social and inter-indi­vidual prac­tices as if, all of a sudden, all bar­riers to the devel­op­ment of the society of cap­ital were swept away. The strait­jacket of the old bour­geois society was thrown off, even though society had already lost its bour­geois char­acter after the two World Wars, Fordism, and the real dom­i­na­tion of cap­ital, con­ser­va­tive ideas remained obsta­cles for the rev­o­lu­tion..
3What was pre­sented as a ‘recu­per­a­tion’ by the 68 move­ment actu­ally was cap­ital’s last leap for­ward through class struggle that still was expressed in the law of value, the cen­trality of labour and in strug­gles around them (cf. LIP4 and other strug­gles about workers’ self-man­age­ment, skilled workers’ revolts, or the resis­tance of the last steel­workers and miners).
4The change occurred in the late 1980s when the dynamics of cap­ital ceased to rely on a dialectic of class rela­tions. If classes still exist, they only do under the form of soci­o­log­ical cat­e­gories or as frac­tions without any pos­si­bility of class recom­po­si­tion (the orig­inal hypoth­esis of the Italian workers’ autonomy is obso­lete).
5The 1970s crisis reminds us all that con­flicts between cap­ital and labour were located within a cap­i­talist social rela­tion, defined by the mutual depen­dence between the two poles of the social rela­tion, what­ever the tem­po­rary bal­ance of power. The dynamic of cap­ital no longer results from this antag­o­nistic con­flict, but from the dom­i­nance taken by both dead labour (mainly machines) over living labour (the labour force) and from the inte­gra­tion of techno-science into the pro­duc­tion pro­cess. The pro­duc­tive worker tends to become less and less the pro­ducer of value but rather an obstacle or a limit to this pro­cess in what we call the ‘inessen­tial­i­sa­tion of the labour force’. The increased pre­cari­sa­tion of the labour force cannot be under­stood as a reform of the indus­trial labour army as the­o­rised by Marx, i.e. as a phe­nomenon of pure pro­le­tari­sa­tion because the labour force is ‘too numerous’. The transfer of labour force from centre to periphery, in emerging coun­tries, does not belie this anal­ysis. First, if we take the example of China, for a few mil­lions of new jobs, how many tens of mil­lions of peas­ants cram into the periph­eries of the metropolis? Second, if we take Korea and India, there indus­tries are grad­u­ally replaced by high tech com­pa­nies and very modern facil­i­ties where the same sub­sti­tu­tion pro­cess cap­ital/labour is taking place.
6This ten­dency explains, at least in rich coun­tries, why the idea of a guar­an­teed income is slowly gaining momentum, for the ide­ology of work per­sists, not as value but as dis­ci­pline. Hence, it becomes impos­sible to claim any worker iden­tity, since this relies on the idea of an essen­tial par­tic­i­pa­tion of this class in the trans­for­ma­tion of the world. In the true sense, we see the col­lapse of a whole world with its values, those of the workers’ com­mu­nity. Traces of this com­mu­nity can be found in fac­tory strug­gles (2009), such as that of Continental, where the workers occu­pied the fac­tory, although with no inten­tion to run it in a dif­ferent way (the 1970s cycle of strug­gles was over). Struggles taking place at the end of the affir­ma­tion of a worker iden­tity have ceased to chal­lenge the con­di­tion of the worker within the fac­tory. This affects the repro­duc­tion of the wage rela­tion as a whole. Paradoxically, this gen­eral crisis of the wage rela­tion does not allow for a frontal assault by wage earners. In recent strug­gles, even though they some­times used vio­lent forms, employees did not oppose the wage system but sought only to trade their exclu­sion from the pro­duc­tion pro­cess through actions that broke with large unions’ strate­gies (boss seques­tra­tions, threats to pro­duc­tion facil­i­ties). Against the nihilism of cap­ital, which dis­misses employees when profits rise, employees cur­rently answer with resis­tance – at best – and with some kind of right to with­drawal. Those prac­tices are cer­tainly not rad­ical in the sense of a direct and imme­diate sub­ver­sion of the rela­tions of dom­i­na­tion. That would require com­bining rad­i­calism as form (the use of ille­gality, including vio­lence) with rad­i­calism as con­tent (the cri­tique of work and wage); that is, giving pos­i­tive con­tent to revolt. Yet they are rad­ical in what they express neg­a­tively: they are the defen­sive counter-fire of the employees against their inessen­tial­i­sa­tion in the cur­rent restruc­turing. The nihilism of neo-modern cap­i­talism is no longer opposed by the per­spec­tive of some sort of socialism (what pos­i­tive con­tent could they find there anyway?) but by the end of all affir­ma­tion of the worker iden­tity and its pro­gramme.
7We are in the grotesque sit­u­a­tion where rulers keep on wishing to extend the legal retire­ment age while CEOs keep on dis­missing their old workers! The con­tra­dic­tion in the inessen­tial­i­sa­tion of labour in a society dom­i­nated by the social imag­i­nary of work is simply neglected, to avoid acknowl­edging the wage system crisis. The focus is then on the broad equi­libria to be re-estab­lished or main­tained (bud­getary rigour, debt con­straints, active/inac­tive ratio, etc. ).
8But this col­lapse also affects what some call the ‘real economy’, which ben­e­fits not a ‘casino economy’ but a total­i­sa­tion of cap­ital, which allows power strate­gies that pro­mote cap­ital flows over the globe par­tic­u­larly where the sit­u­a­tion is favourable. This repli­cates Fernand Braudel, for whom cap­i­talism was not a system but a pro­cess of mas­tering the path and tem­po­rality of money.

Capital pushes back its own limits (the limit is capital itself)

By:
9— The social­i­sa­tion of prop­erty (cor­po­ra­tions), pro­duc­tion and knowl­edge (recent sig­nif­i­cance of the General Intellect);
10— The social­i­sa­tion of income (a large share of employees’ income is indi­rect) and prices (increas­ingly arti­fi­cial or admin­is­tered as we have shown in Crise financière et cap­ital fictif (L’Harmattan. 2009).
11These two first points are the result of an ongoing pro­cess, which started at the tran­si­tion from the formal to the real dom­i­na­tion of cap­ital – even though this peri­odi­s­a­tion does not fully sat­isfy us.
12— The encom­passing of the con­tra­dic­tion between the devel­op­ment of pro­duc­tive forces and the nar­row­ness of pro­duc­tion rela­tions did not lead to a ‘deca­dence’ of cap­i­talism through the lim­i­ta­tion of the growth of pro­duc­tive forces, but on the con­trary, to a head­long rush in tech­no­log­ical inno­va­tion. Contrary to what the Marxist the­o­rists of ‘deca­dence’ believed – obsessed by the con­tra­dic­tion between growth of the pro­duc­tive forces and the limits of pro­duc­tion rela­tions –, cap­i­talism does not hinder the pro­duc­tive forces, but encour­ages them. Initially, in the name of Progress, nowa­days in the name of power, cap­i­talism rushes into the dynamics of end­less inno­va­tion. Capital has a thirst for wealth, hence its dif­fi­culty in holding the vessel on the ide­o­log­ical and repro­duc­tive course of ‘sus­tain­able devel­op­ment’ (see the shale gas issue).
13— ‘Fictivisation’ makes obso­lete the tra­di­tional divi­sion between the dif­ferent forms of cap­ital (finan­cial, com­mer­cial, indus­trial) and makes obso­lete the idea of a pro­gres­sion of those forms towards com­ple­tion under the indus­trial form, typ­ical of both cap­i­talism and… com­mu­nism. This devel­op­ment of fic­ti­tious cap­ital is no longer tem­po­rary, as Marx thought in his time, and is cer­tainly no ‘unnat­ural’ drift of cap­ital, as is claimed by all the dis­ci­ples of a moral­i­sa­tion of cap­i­talism, who indis­crim­i­nately denounce the casino economy, spec­u­la­tive finance, or traders’ risk appetite. It has become a struc­tural com­po­nent of cap­ital in what we might call its pro­gress towards totality. With the exten­sion of fic­ti­tious cap­ital, total cap­ital tends to-pre­sup­pose itself, leaving out any val­ori­sa­tion through labour5. It also tends to eman­ci­pate itself from the immod­erate growth of fixed cap­ital (accu­mu­la­tion). This growth devalues through the accel­er­ated obso­les­cence of machines, and is a factor that inhibits the move­ment of flu­idity required by its overall dynamics, which is now char­ac­terised by strate­gies for seizing wealth by a power through the cir­cu­la­tion of value.
14— This is a new dimen­sion of val­ori­sa­tion in a pro­cess of ‘glob­al­i­sa­tion’ that per­forms – besides the fusion of all the func­tions of money – a net­working of space and a ter­ri­to­ri­al­i­sa­tion in three levels:
15The top level of the net­work (I) con­trols and directs the totality. It includes the dom­i­nant states (those taking part in major Summits) and a few emerging powers, such as China, cen­tral banks and finan­cial insti­tu­tions, multi­na­tional cor­po­ra­tions and wider infor­ma­tional spheres (IT, com­mu­ni­ca­tions, media, cul­ture). At this level of power, value is only com­pre­hended as rep­re­sen­ta­tion6. It is also the level of con­trol of wealth and har­nessing of finan­cial flows. Here, cap­ital dom­i­nates value, allowing it to develop fic­tivi­sa­tion and to repro­duce itself on this basis. It is repro­duc­tion that can be char­ac­terised as ‘con­tracted’ in the sense that while the ends remain dynamic, they are con­ju­gated with a static vision of world resources.
16The second level (II) is where mate­rial pro­duc­tion and the cap­ital/labour rela­tion still dom­i­nate, even though value tends to be more and more autonomous of what used to be called pro­duc­tive labour, sup­posed to pro­duce value. This sector still pro­duces wealth but also con­sti­tutes a hin­drance to global dynamics, like agri­cul­ture during the first indus­trial rev­o­lu­tion. Either because immo­bilised cap­ital has become a burden too heavy to carry regarding the expected earn­ings and the adap­ta­tion to the quan­ti­ta­tive and qual­i­ta­tive vari­a­tions of demand; or because the mul­ti­tude of SMEs that com­pose it are losing their own dynamics, they are reduced to an out­sourcing role for huge net­works knit by transna­tional cor­po­ra­tions, whose main goals are alto­gether dif­ferent. It is also in this sector that job fluc­tu­a­tions count within a com­pe­ti­tion made fierce by glob­al­i­sa­tion but also by a new mode of organ­i­sa­tion that increas­ingly exports prob­lems from centre to periphery, according to a spider web scheme. The parent com­pany and some of its branches, which work in level I, exter­nalise their prob­lems to the next web cir­cles in level II, and, in the extreme, to level III (black economy, off­shore fac­to­ries). Each circle tends to tighten up con­di­tions in the next circle in order to ensure a leeway for the less favourable sit­u­a­tions to come. The link between the dif­ferent levels is quite clear in the ‘finan­cial’ crisis, where on the one hand level I banks bailed out by dom­i­nant forces and on the other hand, unem­ploy­ment hit level II with new off­shorings or per­ma­nent clo­sures.
17The bottom level (III) con­tains the pro­ducers from the periphery and dom­i­nated states, which suffer global prices for their expor­ta­tions, as well as ren­tier states, which take advan­tage of the increasing scarcity of nat­ural resources. Level III is the one that suf­fers a plun­dering of its nat­ural resources, which fuels the pos­si­bility for fic­tivi­sa­tion in level I not only thanks to low pro­duc­tion costs (‘under­valued’ according to Marxist meta­physi­cians) but also by feeding cap­ital flows in finan­cial mar­kets. The old dis­tinc­tion between the ‘right’ cap­i­talist profit and the ‘wrong’ pre-cap­i­talist rent no longer holds, as for a long time old forms of rents – such as the oil rent – have been sources of huge cap­ital trans­fers, now relayed through mafias in dif­ferent republics of former USSR. They right­fully stand alongside other forms of rent in level I, and in par­tic­ular within the ‘global oligopoly’ that con­trols cog­ni­tive cap­ital and major inno­va­tions. These last three points do not really con­sti­tute a second phase or a com­ple­tion of the real dom­i­na­tion of cap­ital, but rather a new step in the total­i­sa­tion pro­cess of cap­ital, made pos­sible by the rup­ture that the rev­o­lu­tion of cap­ital has rep­re­sented.

Contradictions have not disappeared, they are transposed to the overall reproduction level

18In the ‘Fragment on Machines’ Marx hypoth­e­sised a super­s­es­sion of the law of value thanks to the devel­op­ment of a General Intellect. This hypoth­esis has become reality… without any eman­ci­pating per­spec­tive for the workers. The old socialist pro­gram of a tran­si­tion phase to com­mu­nism was even­tu­ally made real by cap­ital. Capital now dom­i­nates value, which becomes evanes­cent7 once this cap­ital itself can deter­mine what is value and what is not. Value becomes rep­re­sen­ta­tion and is not mea­sur­able by some sub­stance (decreasing work time or poten­tially obso­lete machine) that con­stantly looses value while pro­duced wealth nev­er­the­less increases. We stumble here onto the foun­da­tion of polit­ical economy and its cri­tique: the con­fu­sion between wealth and value. According to the logic of the law of value, value has to decrease when wealth increases… but cur­rent ‘value cre­ation’ shows that value can increase without any wealth increase. The cap­i­tal­i­sa­tion of society thrives on that basis. Tendentially, any activity becomes the object of val­ori­sa­tion. However, these trans­for­ma­tions cannot be inter­preted as some pre­con­ceived plan, organ­ised by an almighty cap­i­talist class, and nei­ther as an uncon­scious pro­cess without sub­ject nor reflex­ivity, pure demon­stra­tion of a cap­ital that has become auto­matic. If we some­times have the feeling that dom­i­na­tion is exerted through objec­tivised pro­cesses – unrecog­nised as such (it is obvious in the rela­tion to work) – dom­i­na­tion pro­cesses keep on taking direct forms, as can be seen in the rem­nants of the nation-state refo­cusing on regalian func­tions. This is why the state seems to rigidify, to be nothing but a Ministry of the Interior in charge of secu­rity, to the point that many today forget the state’s rede­ploy­ment as a net­work.
19The con­fu­sion comes from the ‘rev­o­lu­tion of cap­ital’ that gives the illu­sion of a cap­ital losing interest in its overall repro­duc­tion by seem­ingly focussing on short term man­age­ment objec­tives in place of a long term strategy of repro­duc­tion. Capitalised society appar­ently has no great pro­ject, does not form a ‘system’. However, ‘sus­tain­able devel­op­ment’ shows that that is not the case.
20That is why we prefer to use the notions of ‘non-sys­temic dom­i­na­tion’, ‘cap­ital’ and ‘cap­i­talised society’ rather than ‘cap­i­talist system’.
21The net­work-state in the rev­o­lu­tion of cap­ital serves as an infras­truc­ture for cap­ital and no longer as a super­struc­ture for the ben­efit of the ruling class. The state is no longer the state of the ruling class, in charge of obscuring and con­taining ‘the social ques­tion’, as the night-watchman state. Nor can it work any longer as its cap­i­talist wel­fare form, as a medi­a­tion of medi­a­tions by forging a class com­pro­mise, or as a super­me­di­a­tion in the nation-state/repub­lican ide­ology.
22By syn­the­sising and rep­re­senting the recip­rocal depen­dency between the two classes of the cap­i­talist social rela­tion, it has realised Marx’ pre­dic­tion about the polit­ical with­ering away of the state and the tran­si­tion to the simple ‘admin­is­tra­tion of things’, without the eman­ci­pating aspects. Unlike the orig­inal nation-state, which used to take polit­ical deci­sions, the net­work-state reduces pol­i­tics to man­age­ment and con­tents itself with media impacts and effi­cient con­trol over social rela­tions by per­me­ating them down to the last detail. With the end of classes as antag­o­nistic sub­jects, the state does not have to rep­re­sent forces; it does not even have to rep­re­sent the gen­eral interest, as it mate­ri­alises that interest directly in face of what now appear only as par­tic­ular inter­ests to which the state con­cedes par­tic­ular rights. Hence the feeling that there is an explo­sion of rules and laws to con­trol, secure and manage, while large insti­tu­tions related to the nation-state are fading away8 or becoming inde­pen­dent, while the uni­ver­sality of Law and Rights is declining. Contrary to ‘rights from’, which sup­pos­edly founded civil society’s autonomy from the demo­cratic state, rights are nowa­days ‘rights to’ that we can ‘shoot’ at a state whose pre­rog­a­tives are total, as laws per­vade every nook and cranny of what used to be ‘pri­vate lives’. The PACS9, for example – all the con­cocted mea­sures for the future homo­sexual mar­riage and the con­se­quent adop­tion would do as well as exam­ples –, illus­trates this tem­po­rary crys­talli­sa­tion of a sexual-finan­cial inter­me­diary between the old insti­tu­tion of democra­tised bour­geois mar­riage and the pure sexual com­bi­na­tion of clas­si­fied ads and of cybersex. Hence the poten­tial­i­ties of cap­i­talised society become the social needs of indi­vid­uals. We face a car­i­ca­ture of the old civil society now lim­ited to the col­li­sion of pri­vate inter­ests with one another. Corporatisms make their return – this is not only a jour­nal­istic-soci­o­log­ical catch­phrase –, even though they take new forms and go beyond the scope of work­places. Today, anyone can organise their own little demon­stra­tion, block an highway toll booth, assault their pre­fec­ture or their McDonald’s, go on hunger strike, and then be received by the author­i­ties. All of this is sat­u­rated by a dis­course on ‘social issues’ by the media and the state together, the latter often speaking through mem­bers of what is still called ‘civil society’. The state advo­cates ‘cit­izen con­fer­ences’ or for ‘con­sul­ta­tion and involve­ment of cit­i­zens’ in order to give them back the floor. ‘Citizens’ move­ments’ are estab­lished and will estab­lish them­selves as the new medi­a­tors solving ‘soci­etal prob­lems’ while they actu­ally are nothing more than inter­me­di­aries. The ‘cit­i­zenist’ aims to become a pow­erful medi­ator and cit­i­zens’ move­ments seek to give a ‘new meaning to social issues’. Their moral aspect should allow them to over­come the scat­tering of par­tic­ular inter­ests and to prac­tice pol­i­tics dif­fer­ently. There is an inter­ac­tion between the state and cit­i­zenists with the goal of ensuring a repro­duc­tion and man­age­ment of social rela­tions made dif­fi­cult by the glob­al­i­sa­tion of cap­ital. Capitalised society needs to pro­duce its own chal­lengers in order to locate its missing anchors.

The crisis of traditional mediations and the fading institution[10]

23First, a crisis of labour, which becomes ‘in excess’, even though it is not the end of labour but a broad­ening of employ­a­bility, unem­ploy­ment and pre­carity… The labour con­straint per­sists at least in its ability to remain the pre­req­ui­site to access rights and, of course, for an income. But labour has lost some of its intrinsic value in favour of an extrinsic value (as the source of sur­vival and socia­bility). Labour is no longer what workers do (con­crete labour), but has become abstract labour, the foun­da­tion of a social rela­tion of dom­i­na­tion that is more than exploita­tion (the ‘pro­duc­tive labour’ issue is out­dated).
24Second, a crisis of the wel­fare state and its ‘social democ­racy’. Paradoxically, the state refo­cuses on regalian func­tions without returning to its pre­vious form, the night-watchman state. Hence it is not ‘police every­where, jus­tice nowhere’ as claimed by modern left­ists, but the state is nonethe­less every­where, mul­ti­faceted. Indeed, its social­i­sa­tion func­tions have become per­va­sive, where once they worked through cen­tralised inter­ven­tion, nowa­days they work through net­works of pro­tec­tion and con­trol, in liaison with mul­tiple co-working organ­i­sa­tions and forces ‘in the field’ (secu­rity staff in munic­ipal trans­port com­pa­nies, neigh­bour­hood trouble-shooters, sports organ­iser, etc.).
25Finally, the last ele­ment, because they were pil­lars of the old state form, large insti­tu­tions are col­lapsing. Those insti­tu­tions follow a double move­ment. On the one hand, they tend to become autonomous of the cen­tral power in order to keep on existing while state authority seems to weaken. The best example of this can be found in Italy during the so-called ‘Years of Lead’ and the con­se­quent ‘mani pulite’11. On the other hand, the exec­u­tive power tends to absorb this inde­pen­dence, by directly inte­grating the insti­tu­tion into exec­u­tive power (e.g. in France and Italy, the rela­tions between polit­ical power and Justice). Implementing inter­na­tional – and par­tic­u­larly European – rules of sub­sidiarity of powers com­pletes the job in the sense that national insti­tu­tions – already in crisis on their own ter­ri­tory – have to take a back seat to inter­na­tional insti­tu­tions and transna­tional agree­ments (see e.g. the Bologna Directives for a new kind of school and teaching or Schengen agree­ment for police forces).

An anthropological revolution

26The rev­o­lu­tion of cap­ital is not only a restruc­turing and glob­al­ising of the rela­tion to an ‘external nature’ (what do-gooders call the economy), but also a rev­o­lu­tion of an ‘inner nature’. Capitalised society tends to sup­press all the human fig­ures that were nec­es­sary for cap­i­talism’s pro­gress towards matu­rity: the risk-taking entrepreneur, the civil ser­vant in search of rational and imper­sonal organ­i­sa­tion, the good worker, the sta­bil­ising couple and family, pro­fes­sional training, and so on. They all give way to arti­fi­cial life pro­cesses (vir­tu­al­i­sa­tion), which are but the twins of the afore­men­tioned fic­tivi­sa­tion pro­cess. Capitalised society has incor­po­rated the tech­ni­cian system, just as cap­ital had incor­po­rated techno-science, ren­dering point­less any attempt at reap­pro­pri­a­tion on these bases. Capitalised society is the ten­dency for cap­ital to become an envi­ron­ment, a cul­ture, a specific form of society, a sym­biosis between the state under its net­work form, the broader power net­works (large cor­po­ra­tions, ICT and cul­ture) and sociality net­works. Individuals’ sub­jec­tivity now tends to become inwardly deter­mined. Needs are being pro­duced – this could not be antic­i­pated by the young Marx in his eman­ci­pating vision and his idea of poten­tially unlim­ited needs, which became the ide­ology of the ‘con­sumer society’. Capitalised society is unable to think its needs out­side of any techno-sci­en­tific activity, and seems to have no goal but its own accel­er­ated repro­duc­tion. On this basis, it only tries to solve self-cre­ated prob­lems, never ques­tioning the sense nor the end of its devel­op­ment. The emerging social imag­i­nary seems to lack con­sis­tence when it calls for a total mobil­i­sa­tion of all human resources in the name of increas­ingly murky pur­poses. What workers used to per­ceive as a dis­ci­pline at work and for work, even through exploita­tion, appears more and more as harass­ment at work and pure dom­i­na­tion.
27We are wit­nessing a col­lapse of the imag­i­nary, which is dis­guised, case by case, as a cli­mate, finan­cial, energy, eco­log­ical, or social crisis. That opens up the field for new social meaning and new col­lec­tive action. However, ‘remaking society’ is a deceit. Individual/com­mu­nity ten­sion has to solve the aporia of an age-old oppo­si­tion between indi­vidual and society and the impasse of the oppo­si­tion between on the one hand the abstract uni­ver­sality of the Enlightenment and French Revolution, and on the other hand the cur­rent devel­op­ment of par­tic­u­larisms and cul­tural rel­a­tivism pre­sented as con­crete uni­ver­sals.

Notes


1 – The Hot Autumn (autunno caldo in Italian) of 1969–1970 was a mas­sive series of strikes in the fac­to­ries and indus­trial cen­ters of Northern Italy [trans­lator’s note, from wikipedia].
2 – As opposed to the theory of rev­o­lu­tion relying on the sole working class [trans­lator’s note].
3 – See J. Guigou et J. Wajnsztejn, Mai 68 et le mai ram­pant italien. L’Harmattan. 2008.
4 – LIP is a French watch and clock com­pany whose tur­moil became emblem­atic of the con­flicts between workers and man­age­ment in France. The LIP fac­tory, based in Besançon in eastern France, was having finan­cial prob­lems in the late 1960s and early 1970s, and man­age­ment decided to try to close it. However, after strikes and a highly pub­li­cized fac­tory occu­pa­tion in 1973, LIP became worker-man­aged. All the fired employees were rehired by March 1974, but the firm was liq­ui­dated again in the spring of 1976. This led to a new struggle, called “the social con­flict of the 1970s” by the daily news­paper Libération. Confédération Française Démocra­tique du Travail (CFDT) union leader Charles Piaget led the strike. The Unified Socialist Party (PSU), which included former Radical Pierre Mendès-France, was then in favor of auto­ges­tion (workers’ self-man­age­ment) [trans­lator’s note, from wikipedia].
5 – See La valeur sans le tra­vail. Vol. 2 of Temps cri­tiques’ anthology. L’Harmattan, 1999.
6 – See the new cor­po­rate and media catch­phrase ‘value cre­ation’.
7 – See L’évanes­cence de la valeur, L’Harmattan, 2004.
8 – The move­ment in defence of par­tic­u­lar­i­ties only espouse the move­ment of cap­ital by trans­posing it from the eco­nomic sphere to its own sector, the man­age­ment of sub­jec­tivity. Therein lies the source of a gen­eral trend towards con­trac­tu­al­i­sa­tion of social rela­tions. If we con­sider the law on sexual harass­ment, we realise that we are not essen­tially dealing with spe­cial pro­tec­tive mea­sures for women, but with the enact­ment of a rule that must end ‘nat­u­rally’ unequal human rela­tions to fit with the legal and eco­nomic law of pri­vate prop­erty, in this case applied to our own bodies. For fur­ther devel­op­ments on the issue, see J. Wajnsztejn: Capitalisme et nou­velles morales de l’intérêt et du goût, L’Harmattan, 2002. Or more recently, by the same author: Rapports à la nature, sexe, genre et cap­i­tal­isme, Acratie, 2013.
9 – In France, a civil sol­i­darity pact (French: pacte civil de sol­i­darité), com­monly known as a PACS (pro­nounced: [paks]), is a con­trac­tual form of civil union between two adults for organ­ising their joint life. It brings rights and respon­si­bil­i­ties, but less so than mar­riage. The PACS was voted by the French Parliament in November 1999, largely to offer some legal status to same sex cou­ples [trans­lator’s note, from wikipedia].
10 – See J. Guigou: « L’insti­tu­tion résorbée », Temps cri­tiques n° 12, avail­able athttp://temps­cri­tiques.free.fr, article n° 103.
11 – The Years of Lead were a polit­ical phe­nomenon related to the Cold War that was char­ac­ter­ized by left- and right-wing ter­rorism and the strategy of ten­sion, begin­ning in Italy and later spreading to the rest of Europe.
Mani pulite [clean hands] was a nation­wide Italian judi­cial inves­ti­ga­tion into polit­ical cor­rup­tion held in the 1990s. Mani pulite led to the demise of the so-called First Republic, resulting in the dis­ap­pear­ance of many par­ties. Some politi­cians and industry leaders com­mitted sui­cide after their crimes were exposed. In some accounts, as many as 5000 people have been cited as sus­pects. At one point more than half of the mem­bers of the Italian Parliament were under indict­ment. More than 400 city and town coun­cils were dis­solved because of cor­rup­tion charges. The esti­mated value of bribes paid annu­ally in the 1980s by Italian and for­eign com­pa­nies bid­ding for large gov­ern­ment con­tracts in Italy reached 4 bil­lion dol­lars [trans­lator’s note, from wikipedia].