Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Η ΑΞΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 Ιούλιος του 2014 , Jacques Wajnsztejn

Γιατί ξεκιναμε από τον Μαρξ ακομα και σήμερα;

1Επειδή έχει μια συνολική αντίληψη του κεφαλαίου, ως αύξηση της αξίας. Το κεφάλαιο μπορεί ως εκ τούτου να λάβει διάφορες μορφές, οι οποίες είναι όλες φορείς της αξίας, χωρίς να μπορεί καμία να αγνοηθεί.  Εξαιτίας αυτής της ευρείας οπτικής του, ο Μαρξ, μπορεί και ενσωματώνει μερικές φορές στοιχεία που δεν είναι στο επίκεντρο της προσέγγισής του, που παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό «κλασική», παρά την επιθυμία του για μια κριτική της πολιτικής οικονομίας. Έτσι, λόγω του ότι προβλέπει την πολλαπλότητα των μορφών, ενσωματώνει στον συλλογισμό του την έννοια της νομισματικής αξίας και λέει ακόμη ότι «η ανταλλακτική αξία και το νομισματικό σύστημα, είναι στην πραγματικότητα η βάση της ισότητας και της ελευθερίας 1», παρόλο που η κύρια θέση του είναι να σχεδιάσει το γενικό ισοδύναμο ως το προϊόν της αλλοτρίωσης των κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων. Αυτός είναι ο λόγος που η ιδέα της νομισματικής αξίας θα είναι απούσα από τα σχήματα αναπαραγωγής του, τα οποία βασίζονται στους όρους του Ρικάρντο, δηλαδή, στην ενσωματωμένη εργασία.
2Αυτό είναι που επέτρεψε σε γενιές μαρξιστών την ανάδυση της αξίας μέσα στην παραγωγική διαδικασία και επειδή αναγνώρισαν ότι η αξία δεν υφίσταται παρά μόνο όταν επικυρωθεί κοινωνικά στην κυκλοφορία και την κατανάλωση οδηγήθηκαν να αναγνωρίσουν ότι στην παραγωγή η αξία είναι ακόμη μη-αξία και η εργασία δεν είναι η πηγή της 2 . Ωστόσο, η πιθανότητα αυτή είχε προβλεφθεί από τον Μαρξ 3 , διότι πώς μπορούμε να πιστέψουμε ότι τα προϊόντα που δεν έχουν πωληθεί έχουν αξία ενώ για να υπάρξει αξία πρέπει να υπάρχει μια εκτίμηση και ότι για να προκύψει αυτή η εκτίμηση θα πρέπει να υπάρχει ελπίδα για μια δυνατότητα ανταλλαγής και επομένως τα αγαθά ή οι υπηρεσίες να έχουν σχεδιαστεί από την αρχή με σκοπό την κινητικότητά τους; Τελικά οι νεοκλασικοί ήταν πιο συνεπείς από τους μαρξιστές σε αυτό το σημείο καθώς συνδέουν την αξία και τη χρησιμότητα και στο ότι δεν υπάρχει παραγωγή άχρηστων πραγμάτων, γεγονός που επιτρέπει να γίνει η σύνδεση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης 4 . Οι αρχές του Τογιοταϊσμού, οι οποίες αντικατέστησαν εν μέρει αυτές του φορντισμού όπως και η  οικονομία των ροών, η οποία τώρα φαίνεται να κυριαρχεί, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να επιβεβαιώνουν την σημασία της έννοιας της νομισματικής αξίας.

3Ομοίως, ο Μαρξ δεν περιλαμβάνει τις τραπεζικές πιστώσεις στα σχήματα αναπαραγωγής του, ενώ αναγνωρίζει μερικές φορές την ύπαρξη του πλασματικού κεφαλαίου και του ρόλου του στη δυναμική του κεφαλαίου, γιατί όπως έχουμε πει, το κεφάλαιο, στην πολλαπλότητα των μορφών του μπορεί να απεμπλακεί από τη φυσική του βάση και προτιμά προσωρινά την κεφαλαιοποίηση και την εικονικοποίηση από την παραγωγή προς αναζήτηση του πλεονάσματος και της συσσώρευσης. Ο Μαρξ δεν βλέπει τα χρήματα παρά μόνο στην λειτουργία τους ως ισοδύναμο ενώ δημιουργούνται επίσης εκ του μηδενός ως μέσο πληρωμής γεγονός που βοηθά να εξηγηθεί η δυναμική του κεφαλαίου (διαδικασία πλασματικοποίησης). Στην πραγματικότητα, η λειτουργία του ισοδυνάμου δεν επανεμφανίζεται παρά μόνο σε κρίσεις και επιπλέον, όχι στις ίδιες αναλογίες για όλο τον κόσμο. Αυτό είναι που ζητείται σήμερα σε χώρες όπως η Ελλάδα. Της ζητούν να «δείξει το ισοδύναμό της» σαν να ήμασταν ακόμα στην εποχή του κανόνα του χρυσού. Αλλά κανείς δεν ζητά να κάνουν το ίδιο οι Ηνωμένες Πολιτείες!
4Για να συνοψίσουμε: σε περιόδους υψηλής και σταθερής ανάπτυξης, όπως κατά τη διάρκεια των τριάντα ένδοξων χρόνων (σ.μ. της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης), το κεφάλαιο τείνει να διαχωρίζεται από τη μορφή χρήμα. Θα μπορούσαμε να πούμε επομένως ότι το κεφάλαιο κυριαρχεί την αξία με τον έλεγχο της ζήτησης, είτε πρόκειται γι’ αυτή των επιχειρήσεων είτε των νοικοκυριών. Αυτή είναι η περίοδος διόγκωσης του πλασματικού κεφαλαίου. Αλλά η λεγόμενη "κρίση" από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έχει γίνει ένας νέος τρόπος για τη διαχείριση της αβεβαιότητας. Πράγματι, η δυναμική του κεφαλαίου που διέπει την «επανάστασή» του είναι μακριά από το να κυριαρχήσει πλήρως. Αναδιαρθρώσεις και συγχωνεύσεις σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικές αγορές και σε ένα βαθμό κορεσμένες υπονομεύουν κατεστημένα συμφέροντα και είναι η βραχυπρόθεσμη ή μεσοπρόθεσμη κερδοφορία που γίνεται η ουσία του (οικονομικού) πολέμου. Ως εκ τούτου, το κεφάλαιο είναι απρόθυμο να διαχωριστεί από τη μορφή χρήμα και αυτός είναι ο λόγος που ευνοεί μια μειούμενη αναπαραγωγή και μια διαφορική κεφαλαιοποίηση. Το κεφάλαιο δεν χρειάζεται πλέον να κυριαρχήσει την αξία, δεδομένου ότι αυτή εξαφανίστηκε. Αυτό είναι που δεν αντιλαμβάνονται όλοι εκείνοι που βλέπουν στην χρηματιστικοποίηση μια αυτονόμηση σε σχέση με την «πραγματική» οικονομία. Η κυριαρχία ασκείται σήμερα σε ορισμένα τμήματα του κεφαλαίου που κατέχουν μια κυριαρχούμενη θέση στην ιεραρχία των τριών επιπέδων που αναπτύξαμε αλλού και φυσικά, στον πόλο εργασία, δηλαδή, στους εργαζόμενους.

 Αξια χρησησ (αχ) και ανταλλακτικη αξία (αα)

5Αυτή η διάκριση μεταξύ των δύο μορφών της αξίας δεν ισχύει  παρά μόνο στην τυπική κυριαρχία του κεφαλαίου και επιπλέον, επειδή η ύπαρξη μιας αξίας χρήσης απαιτεί την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης αξίας, μιας χρησιμότητας των εμπορευμάτων σαν να μπορούσε να υπάρξει έξω από την αξία της ανταλλαγής, δηλαδή ένα «σύστημα αξιών». Αλλά στο αρχικό πλαίσιο του Μαρξ, η αξία χρήσης φαίνεται να ξεφεύγει από την αφαίρεση της αξίας ως εάν δεν συμμετέχει ήδη σε μια μεταμόρφωση και μια κυριαρχία πάνω στην εξωτερική φύση 5 . Έτσι, διαφεύγει από την καπιταλιστική κοινωνική σχέση, διότι αν επιμείνουμε σε αυτή και μόνο την αξία χρήσης, τότε υπάρχει βέβαια πραγματική εργασία, αλλά όχι αφηρημένη εργασία, υπάρχει βέβαια ήδη εμπόρευμα αλλά όχι ακόμα φετιχισμός του εμπορεύματος. Έτσι αξία χρήσης διαφεύγει από τον ιστορικό προσδιορισμό γινόμενη κατά κάποιο τρόπο η αλήθεια του αντικειμένου, η ουσία του, που καλύπτεται από την εμφάνιση στην ανταλλακτική της αξία 6 . Με τον ίδιο τρόπο όπως κάτω από την μισθωτή εργασία κρύβεται η ελεύθερη δραστηριότητα, κάτω από την ανταλλακτική αξία κρύβεται η χρησιμότητά της. Αλλά αυτό καταλήγει σε μια τεράστια απορία: ακόμη και αν επιμείνουμε στη μαρξιστική θεωρία, πώς οι αξίες χρήσης είναι συγκρίσιμες, χωρίς την ανταλλακτική αξία τους; Για να προσπαθήσει να σώσει την σύνθεση, ο Μαρξ είναι υποχρεωμένος να προσφύγει στη βοήθεια μιας θεωρίας των αναγκών που θα του παρέχει το υπόστρωμα για την χρησιμότητα. «Στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», είπε ο Μαρξ. Αυτή η ανάγκη είναι χτισμένη στο πλαίσιο μιας σχέσης επικράτησης της υλικής παραγωγής που περιλαμβάνει την κυριαρχία στην εξωτερική φύση7 . Αλλά, στην τυπική κυριαρχία του κεφαλαίου, η αξία χρήσης βασίζεται ήδη σε μια λειτουργικότητα και ένα ορθολογισμό, σε σχέση με κάτι πέρα από τη χρησιμότητα ή μάλλον κάτι που την ξεπερνά, δηλαδή τις κοινωνικές σχέσεις που δημιούργησαν μια «οικονομία».

6Με την πρώτη ματιά, μπορεί να πει κανείς ότι η λειτουργία της χρησιμότητας που περιγράφεται από τους νεοκλασικούς είναι πιο συνεπής όταν λέει ότι αυτό που καταναλώνεται δεν είναι το ίδιο το προϊόν, αλλά η χρησιμότητά του, κάνοντας υποκειμενική κάθε εκτίμηση των αναγκών. Αλλά με μια πιο προσεκτική ματιά, χάνει τον λόγο ύπαρξής της με την πραγματική κυριαρχία, όταν αρχίζει η διαδικασία ενοποίησης του κεφαλαίου και όταν ο χαρακτήρας της αναπαράστασης της αξίας επιβεβαιώνεται.  Αυτό επισημαίνεται τόσο σε θεωρητικό επίπεδο με τη δήλωση του Keynes για τον μεταφυσικό χαρακτήρα των θεωριών της αξίας (είναι σαν να μιλάμε για το φύλο των αγγέλων, λέει επί λέξη) όσο και με την ανάπτυξη της παραγωγής νέων «αναγκών » και την εφαρμογή μιας διαδικασίας μετασχηματισμού επιθυμιών-αναγκών-αντικειμένων-εμπορευμάτων που κατέστησε άνευ αντικειμένου την διάκριση ΑΧ / ΑΑ καθώς η πρώτη, δεδομένου ότι είναι πρωτίστως αξία χρήσης για το κεφάλαιο, ενσωματώθηκε στην δεύτερη. Τώρα τα πάντα πουλιούνται και τα πάντα αγοράζονται. Αλλά αυτή η έμφαση στην ΑΑ, στην πραγματικότητα στην έννοια του εμπορεύματος, έχει γίνει βασική κοινοτοπία της αντικαπιταλιστικής κριτικής («ο κόσμος δεν είναι εμπόρευμα»).  Συνοδεύεται συχνά από μια αποκατάσταση των αναγκών στο όνομα της αξίας χρήσης "για τη ζωή" που θα προσφέρει μια εναλλακτική λύση 8 .  Ωστόσο, δυνητικά, δεν υπάρχει πλέον «χρησιμότητα», παρά στο πλαίσιο της χρήσης που γίνεται από την κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Αυτό είναι το νόημα της επίθεσης κατά των δημόσιων υπηρεσιών στις χώρες όπου είναι παραδοσιακά ισχυρές, όπως στη Γαλλία. Πρέπει να μεταμορφωθούν οι πάντες (μαθητές, ασθενείς, κ.λπ.) σε χρήστες της κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας. Προτιμώ να χρησιμοποιώ αυτό τον όρο από τον "χρήστης του κεφαλαίου" που χρησιμοποιείται συχνά ως αποτέλεσμα του περιοδικού Invariance  επειδή φαίνεται να αντανακλά καλύτερα διαφορετικές καταστάσεις και συμπεριφορές, της εν δράσει συμβίωσης κράτους / κεφαλαίου. Πράγματι, μετατρέπει τα άτομα σε χρήστες δεν απαιτεί κατ ' ανάγκην να τα μετατρέψει σε πελάτες, διότι το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας δεν είναι πλέον θεμελιώδες στην πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου. Βέβαια, δεν υπάρχει παρά το αγγλοσαξονικό μοντέλο αγοράς που μπορεί να ηγηθεί στον εν εξελίξει μετασχηματισμό και οι αντιστάσεις στο γεγονός ότι μπορεί να πάρει μια μορφή αποκλειστικά εμπορική είναι πολλές από το 1980, ιδίως στην Γαλλία, είναι αλήθεια.
7Αυτό είναι επίσης το νόημα, σε μια άλλη περιοχή, της κατασκευής αντικειμένων με βάση την «προγραμματισμένη αχρήστευσή τους». Και τέλος, είναι το νόημα ενός αγώνα δρόμου για την καινοτομία στις νέες τεχνολογίες διασύνδεσης που κάνει περιττά πολλά νέα παραγόμενα αντικείμενα (βλ. την ανάπτυξη σε αρχικό ακόμα στάδιο των πολυλειτουργικών αντικειμένων).
8Εάν υπάρχουν μερικές φορές μεταστροφές του τεχνικού αντικειμένου έξω από την αρχική του λειτουργία, όπως για παράδειγμα οι δράσεις των χάκερ στον τομέα των ΤΠΕ, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτές παραμένουν ακόμα χειρονομίες μειοψηφικές και για να ακριβολογούμε ακτιβίστικες, ενώ για την μεγάλη μάζα, δεν υπάρχει κριτική απόσταση απέναντι στη χρήση αυτών των νέων αντικειμένων που προσομοιώνουν τις ανταλλαγές και την επικοινωνία, ενώ παρουσιάζεται ως ερεθίσματα .

Η τιμή κυριαρχεί τις αξιεσ

9 Η μετάβαση στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία συνεχίζει και ολοκληρώνει αυτή τη διαδικασία της απαξίωσης της χρήσης κάνοντας όλο και περισσότερο τεχνητή ή / και αυθαίρετη την έννοια της ανταλλακτικής αξίας μέσω των πολιτικά καθοριζόμενων τιμών, των τιμών των μονοπωλίων ή ολιγοπωλίων, των τιμών ενδοεταιρικών μεταφορών, ακόμη και των τιμών της εργασίας (κατώτατος μισθός, υπερβολικές μισθολογικές αυξήσεις σε ορισμένους 9 άσχετες προς οποιαδήποτε ικανότητα ή  παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, κοινωνικά εισοδήματα που λαμβάνουν μια θέση όλο και υψηλότερη στα εισοδήματα: ασφάλιστρα και μπόνους, δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών, κλπ.) .. Το κεφάλαιο κυριαρχεί πρακτικά την αξία μέσω των τιμών. Αυτό καθιστά άλλωστε άνευ αντικειμένου το άλυτο πρόβλημα του μαρξισμού που ήταν να προσπαθήσει να εξηγήσει τη μετατροπή των αξιών σε τιμές. Ο Χίλφερντιγκ στο έργο του  Finanzkapital ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να επιλύσει το ζήτημα του μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής ... όχι όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, σύγχρονή του, αναμορφώνοντας τα σχέδια του Μαρξ, αλλά εμπειρικά περιγράφοντας τη διαδικασία συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Ωστόσο, αυτή η θεωρητική δικαιολόγηση δεν θα είναι επιτυχής σε πολιτικό επίπεδο με την ρεφορμιστική μετατόπιση των αντι-μονοπωλιακών πολιτικών των σοσιαλδημοκρατών και στην συνέχεια των ορθοδόξων κομμουνιστικών κομμάτων.
10 Ήταν οι αγώνες του μαζικού-εργάτη στην Ιταλία, που θα ξαναφέρουν στην επιφάνεια αυτό το ζήτημα της σχέσης μεταξύ αξίας και τιμής μέσω της έννοιας των εργατιστών του «πολιτικού μισθού». Στην τελευταία περίοδο του φορντισμού, αυτή του τέλους των τριάντα ένδοξων χρόνων, οι τιμές παραγωγής εξαρτώνται άμεσα από την τιμή της εργατικής δύναμης μέσα από τους αγώνες για τους μισθούς, χρηματική έκφραση της αξίας της χειρωνακτικής εργασίας. Εάν την εποχή του Hilferding οι μονοπωλιακές εταιρείες αποκλίνουν τις τιμές σε σχέση με τις αξίες λόγω της υψηλότερης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου τους, σήμερα είναι η κινητικότητα των κεφαλαίων σε τομείς μικρότερης εντάσεως κεφαλαίου, αλλά υψηλής παραγωγικότητας η οποία επιτρέπει την μείωση του αριθμού των εργαζομένων και την αύξηση του ποσοστού κέρδους και επομένως την απόδοση των εισηγμένων εταιρειών 10 . Αυτές μπορούν στη συνέχεια να απολύουν, αλλά για τους αντίθετους λόγους από ό, τι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι πρώτες απολύουν επειδή αποκομίζουν κέρδη, οι δεύτερες απολύουν ή δημιουργούν επισφαλείς επειδή δεν έχουν κέρδη ή έχουν ελάχιστα. Δεν μπορούμε να περιγράψουμε καλύτερα αυτό που οι Nitzan και Bichler αποκάλεσαν διαφορική κεφαλαιοποίηση 11 .
11Η απαραίτητη εργασία δεν είναι πλέον αυτή της παραγωγής αξιών χρήσης, αλλά μόνο της αξιοποίησης του κεφαλαίου, της κεφαλαιοποίησης θα λέγαμε ακόμη και αν αυτό στην πραγματικότητα συνεχίζει να περνά από την παραγωγή εμπορευμάτων-αντικειμένων.
12Το κεφάλαιο κυριαρχεί την αξία υποστηρίζοντας τις δικές του κατηγορίες. Το κόστος της παραγωγής και η τιμή 12  αντικαθιστούν την αξία 13 . Το κέρδος αντικαθιστά την υπεραξία, η ανάπτυξη των μορφών της  Γενικής διάνοιας (αυτό που κάποιοι σήμερα ονομάζουν «κεφάλαιο γνώσης») αντισταθμίζει την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η δημιουργία χρήματος εκ του μηδενός (πλασματικό κεφάλαιο ) λύνει το ζήτημα της τυχαίας διαθεσιμότητας των αποταμιεύσεων, το κράτος-δίκτυο θα αντικαταστήσει το έθνος-κράτος με το να είναι ένας αγωγός μεταξύ του παγκόσμιου, του εθνικού και του τοπικού. Είναι η συνολική κυκλοφορία των κεφαλαίων (από πάνω προς τα κάτω σε μια αλυσίδα, όπου η φάση της παραγωγής δεν είναι πλέον παρά μια φάση μεταξύ άλλων, και ακόμη λιγότερο σημαντική από τις άλλες όπως βλέπουμε για παράδειγμα στην «κρίση» της αυτοκινητοβιομηχανίας 14 ), που εξακολουθεί να δημιουργεί προστιθέμενη-αξία 15 .
13Επομένως, δεν υπάρχει αυτονόμηση της αξίας. Η υποστήριξη αυτής της θέσης οδηγεί άλλωστε, αργά ή γρήγορα, στο να γίνει διάκριση μεταξύ πραγματικής και χρηματιστικής οικονομίας και στην επιστροφή στην αντιπαράθεση ΑΧ/ΑΑ με την κυριαρχία της ΑΑ πάνω στην ΑΧ. Ξαναπέφτουμε επομένως στον ισχυρισμό της χρησιμότητας όπως κάνουν εν γένει οι ηθικολόγοι και οι αναρχικοί. Υπάρχει εξαφάνιση και αποουσιοποίηση της αξίας. Είναι ο θρίαμβος της αξίας ως καθαρή αναπαράσταση.
14Η αξία δεν είναι μια "ολότητα", μια πραγματικότητα που περικλείει τα πάντα από την οποία θα πρέπει να απαλλαγούμε, είναι «ολοκληρωτική», υπό την έννοια ότι τείνει να μειώσει τα πάντα στον εαυτό της. Υπάρχει καλύτερος τρόπος για να πω ότι είναι μια αναπαράσταση; Και τότε πώς μπορούμε να πιστεύουμε ότι μπορεί να δημιουργήσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τις ίδιες της τις αντιφάσεις (με την ετυμολογική έννοια) μέσα στο λόγο; Χρειάζεται μια καλή δόση Εγελιανισμού γι αυτό και η πεποίθηση ότι το κεφάλαιο υλοποιεί την φιλοσοφία του Χέγκελ.
15Όλη η ανάπτυξη του Anselm Jappe για την «σκοτεινή πλευρά της αξίας» 16  απλώς επεκτείνει αυτή την ολοκληρωτική πτυχή μιας αναπαράστασης, στις κοινωνικές σχέσεις οι οποίες ακριβώς αντιστέκονται στον ντετερμινισμό της εμπορευματοποίησης. Για παράδειγμα, η ανάλυση για την οικιακή εργασία είναι θύμα αυτής της ολοκληρωτικής αναπαράστασης και οδηγεί στο να κάνουμε την πρόσβαση στην μισθωτή εργασία, μια φεμινιστική αξίωση 17 . Όπως είπε ο Baudrillard στο Le miroir de la pro­duc­tion 18, θα πρέπει να σπάσει το ξόρκι της αξίας που ο Μαρξ παρουσιάζει ως ένα μυστήριο αφού σκοντάφτει στο γεγονός ότι η αξία χρήσης είναι ήδη ο κόσμος της αξίας ενώ την βλέπει σχεδόν ως φυσική έκφραση της ανταλλαγής σε ένα δεδομένο τρόπο παραγωγής που βασίζεται σε αυτή την περίπτωση στην εργασία ως ζωτική δραστηριότητα και παρόλα αυτά διαχωρισμένη. Ο Μαρξ παραμένει στο μοντέλο του Ροβινσώνα Κρούσο που, αποκομμένος από τον έξω κόσμο και τις κοινωνικές σχέσεις, θα ανακτήσει μια φυσικότητα των σχέσεων που θα του επιτρέψουν την επίτευξη του «Στον καθένα ανάλογα με την εργασία του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του19  . "
16Για τον Μαρξ, η αξία είναι η μορφή της αφηρημένης εργασίας και η τελευταία είναι η ουσία. Ωστόσο, η αξία δεν προέκυψε ούτε από την νεοκλασική χρησιμότητα ούτε από την εργασία των ορθόδοξων μαρξιστών, επειδή η αξία δεν είναι μια εγγενής ιδιότητα των εμπορευμάτων. Αυτό εμφανίζεται ξεκάθαρα σε ότι αφορά τις κινητές αξίες. Η αϋλότητα τους εμποδίζει ήδη οποιαδήποτε αναφορά σε οποιαδήποτε άμεση αξία χρήσης και σε οποιαδήποτε άλλη αξία εκτός από την στιγμιαία τους αξία. Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν μια στρέβλωση μεταξύ αυτής της αξίας (της λεγόμενης «πραγματικής» ή λογικής στην χρηματιστική γλώσσα) και της τιμής της που διογκώνεται από την κερδοσκοπία, αυτή η «πραγματική» αξία παραμένει εξίσου εικονική όσο και η «ψεύτικη» αξία, που αντιπροσωπεύει η διαπραγμάτευσή της στο χρηματιστήριο. Αυτή η αποουσιοποίηση της αξίας χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η κερδοσκοπία επί των αξιών δεν είναι η κερδοσκοπία πάνω σε μια δεδομένη αξία, αλλά πάνω στις διαφορές της αξία κατά την διάρκεια του χρόνου. Δεν χρειάζεται η κατοχή, η συσσώρευση, αλλά η σύλληψη. Εδώ και πάλι έχουμε δίκιο στην περιγραφή της διαδικασίας της κεφαλαιοποίησης και σ’ ένα πνεύμα του καπιταλισμού επικεντρωμένο στο παιχνίδι 20 της εξουσίας με στόχο την ισχύ, μέσα σ’ ένα πλαίσιο «μειούμενης αναπαραγωγής».
17Είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από τις σύγχρονες μορφές αμοιβής (χρήματα + επιδόματα) και όχι από τις κατηγορίες (αξίες).
18Η αξία είναι αναπαράσταση της κοινωνικής εργασίας (παρελθούσας και τρέχουσας) και όχι μια εγγενής ιδιότητα του προϊόντος και η κατεξοχήν μορφή έκφρασής της είναι τα χρήματα γεγονός που περικλείει όχι μόνο ένα δικαίωμα αγοράς πάνω στα αγαθά και τις υπηρεσίες, αλλά και μια δύναμη κυριαρχίας πάνω στους ανθρώπους. Μπορούμε να δώσουμε ένα παράδειγμα από την υποτιθέμενη αξία της εργατικής δύναμης η οποία  θεωρείται ότι επιτρέπει τον υπολογισμό της υπεραξίας. Αλλά ακριβώς, η εργατική δύναμη δεν έχει καμία εγγενή αξία, διότι δεν είναι ένα εμπόρευμα που παράχθηκε. Δεν είναι παρά μια ικανότητα και αν έχει μια ανταλλακτική αξία, η πώλησή της δεν αντιστοιχεί παρά σε μια προθυμία για εργασία έναντι ενός μισθού που αντιστοιχεί σε μια «κοινωνική αξιολόγηση» 21 που αντιστοιχεί η ίδια σε μια σχέση ισχύος. Ο Μισθός εκφράζει μια κοινωνική σχέση, όπως άλλωστε και οι άλλες τιμές, αλλά ακόμα περισσότερο. Και πέρα από τις τιμές και ένα νομισματικό υπολογισμό, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από φιλοσοφικές κατηγορίες. Ωστόσο μια κοινωνική αξιολόγηση μπορεί κάλλιστα να εμφανιστεί ως μια θεωρία της αξίας. Για παράδειγμα, υπολογίζοντας της αναλογίας μεταξύ των μισθών και της κοινωνικής αναπαραγωγής σε μια δεδομένη στιγμή.
19Αυτές οι «κατηγορίες» που χρησιμοποιούνται από τον Μαρξ λαμβάνονται απευθείας από τις αρχέγονες κατηγορίες του Αριστοτέλη, και στην συνέχεια από τις καντιανές αντινομίες που κατόπιν μετατράπηκαν σε Εγελιανές αντιφάσεις.
20Κατά την ιστορική παράδοση (των Αριστοτέλη και Χέγκελ) των (φιλοσοφικών) κατηγοριών, γνωρίζουμε ότι αυτές αρθρώνονται, συνδυάζονται, αντιπαρατίθενται και μετατρέπονται. Λοιπόν, σε τι ακριβώς ο Μαρξ μετέτρεψε τις αξίες; Η απάντηση είναι: σε τιμές παραγωγής, δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδειχθεί, γιατί όταν φεύγουμε από τον ουρανό των μορφών  και των κατηγοριών για να κατέβουμε στη γη και να εξετάσουμε τις δομές που καθορίζονται ιστορικά και οικονομικά, δεν μπορούμε παρά να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία μεταξύ των αξιών και των τιμών. Αυτό είναι που ο Μαρξ αναγνωρίζει στο βιβλίο ΙΙΙ του Κεφαλαίου, ένα βιβλίο που δεν διάβασαν ποτέ εκείνοι που σταματούν στο 1ο κεφάλαιο του 1ου τόμου και είναι πολλοί που θυσιάζονται στην "οικονομική φρίκη". Είναι επίσης αυτό που αναγνωρίζω και αναπτύσσω με σαφήνεια από το Μετά την επανάσταση του κεφαλαίου και το τεύχος n  15 του περιοδικού Temps cri­ti­ques.
21Είναι επίσης εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Μαρξ, ο οποίος έγραψε μια διατριβή για τον Δημόκριτο ότι δεν είχε αντιληφθεί την ορθότητα της άποψης του πρόδρομου του Αριστοτέλη ο οποίος, μαζί με τους Παρμενίδη και Εμπεδοκλή, μεταξύ άλλων, πίστευε ότι δεν θα πρέπει να απλώς «να εξετάζουμε μόνο τις σταθερές αρχές [τις κατηγορίες, ως εκ τούτου, Σημείωση του συντάκτη] από τις οποίες προέρχονται τα πράγματα," αλλά πρέπει επίσης να δώσουμε προσοχή στις «κινητήριες αρχές από τις οποίες παράγονται τα πράγματα». Φαίνεται ότι οι κατηγορίες οι προερχόμενες από τον Αριστοτέλη ήταν απαραίτητες στον Μαρξ για να πλαισιώσει μια αμετάβλητη θεωρία του κεφαλαίου, ενώ παράλληλα διόρθωνε τον αφηρημένο χαρακτήρα των κατηγοριών που χρησιμοποιούνταν από τον Χέγκελ, γεγονός που του επέτρεψε να κάνει κινητές τις κατηγορίες μέσω της διαλεκτικής κίνησης (θέση- αντίθεση-σύνθεση) και έτσι να τις καταστήσει ιστορικές. Από το ιστορικό αμετάβλητο κατά κάποιο τρόπο. Τι όμορφο οξύμωρο!
22Για μένα δεν υπάρχει ανάγκη γι αυτές τις κατηγορίες (από τον κατηγορικό ιδεαλισμό θα πρέπει να πω) για να μιλήσουμε σήμερα για την καπιταλιστική εκμετάλλευση ή την κυριαρχία. Είναι σ’ αυτή την πορεία, πιστεύω, ότι έχει δεσμευτεί το περιοδικό Temps cri­ti­ques. Κάνοντας ένα απολογισμό και εξετάζοντας τι απέτυχε, όχι μόνο το προλεταριάτο και η πίστη στο προλεταριάτο, αλλά και τη θεωρία του προλεταριάτου και το αποτέλεσμά της, η κομμουνιστική θεωρία, ακόμη και αν η δεύτερη δεν είναι αναγώγιμη στην πρώτη.
23Η αξία παραμένει «ασαφής» σύμφωνα με τα λόγια του Anselm Jappe, γιατί θέλουμε να αγνοήσουμε ότι είναι στην πραγματικότητα συντονισμός διαχωρισμένων δραστηριοτήτων και δεν μπορεί να εμφανιστεί παρά μόνο με τη μορφή των νομισματικών συναλλαγών που συμμετέχουν όχι σε μια αγορά που θα αναπτυχθεί "φυσικά" από την ανάπτυξη του εμπορίου, αλλά σε μια κοινωνικό-ιστορική θέσμιση. Αυτό το αρνούνται οι μαρξιστές, διότι είναι της τάξης του εποικοδομήματος που εξαρτάται από την οικονομική βάση, διότι είναι της τάξης της κυκλοφορίας και όχι της παραγωγής, ενώ είναι ακριβώς η δυναμική του κεφαλαίου που ενοποιεί και κάνει να συμβιώνουν αυτές οι κατηγορίες του διαχωρισμού, καθώς η δημιουργία της αξίας και η πραγματοποίηση της αξίας επικαλύπτουν η μια την άλλη, καθώς οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές είναι οι δύο παράγοντες της ίδιας διαδικασίας παραγωγικής ολοκλήρωσης.

24Είναι αυτές οι χρηματικές κινήσεις οι στόχοι και όχι μια «αντικειμενική αξία» που θα μπορούσε να αντιταχθεί τις ψεύτικες αξίες της θρησκείας και του εθιμικού δικαίου.
25Σε σχέση με αυτήν την αναπαράσταση που συνιστά η αξία, το κεφάλαιο αναπτύσσει τη δράση του και κάνει να μετατρέπεται κάθε δραστηριότητα σε εργασία, ενώ προσπαθεί να την αξιοποιήσει στην συγκεκριμένη μορφή όχι της αφηρημένης εργασίας, αλλά με τη μορφή της εμπορικής σχέσης. Πράγματι, η μισθωτή σχέση που ήταν ο κανόνας της κυριαρχίας της αφηρημένης εργασίας στο Φορντισμό αποδεικνύεται σήμερα πολύ στενό θεσμικό πλαίσιο και η επανάσταση του κεφαλαίου υπονομεύει τις διαδικασίες τυποποίησης και τις διαμεσολαβήσεις τους.

Ο φετιχισμός του εμπορεύματος και του χρήματος

26Όπως είπε ο Baudrillard ήδη προ πολλού 22 , λειτουργεί ως στερεότυπο της ριζοσπαστικής ανάλυσης. Εμείς από την πλευρά μας, του έχουμε ασκήσει μια κριτική στο Η εξαφάνιση της αξίας , αλλά και στο  Μετά την επανάσταση του κεφαλαίου. Αλλά εδώ, θα παραμείνουμε στην πλευρά της αξίας. Η έμφαση στην έννοια του φετιχισμού σηματοδοτεί, αντίστροφα, την ιδέα της ύπαρξης μιας «ψευδούς συνείδησης» αφιερωμένης στην λατρεία της ανταλλακτικής αξίας ή των ψεύτικων αξιών ή των «φαινομενικών» αξιών, δηλαδή επιφανειακών, της τάξης του έχειν και όχι του είναι, εν συντομία ένα ηθικολογικό πλαίσιο και για να ακριβολογούμε θρησκευτικό.  Αντιμέτωποι με αυτό το "ψεύτικο", θα πρέπει να επικαλεστούμε το "αληθές": την αληθινή συνείδηση, την χρησιμότητα, την ουσία, κλπ..
27Αν πρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη του φετιχισμού στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία, δεν είναι αυτός που ασκείται έναντι της ουσίας ή των αξιών 23 , αλλά σε σχέση με τους κώδικες διασύνδεσης της τάξης της επιθυμίας ακόμη και αν αυτή παράγεται με την επικράτηση του νοήματος της αλλοτρίωσης πάνω στην έννοια της απελευθέρωσης (π.χ., το εμπορικό σήμα και τα προϊόντα, αλλά το εμπορικό σήμα πάνω από τα προϊόντα). Ο φετιχισμός δεν είναι μια μορφή ιεροποίησης της πραγματικότητας, γιατί η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία είναι σε μεγάλο βαθμό αποϊεροποιημένη, αλλά μια απάντηση σε μια λογική των κοινωνικών σχέσεων.
28Αυτό που γοητεύει τόσο στα χρήματα σήμερα, δεν είναι το γεγονός ότι τα έχουμε ανάγκη στην υλικότητά τους, αλλά ότι είναι το σύμβολο της αξίας εν γένει και ως εκ τούτου όλων των αξιών. Η καθολική αφαίρεση, αλλά χωρίς μυστηριοποίηση. Εδώ και πάλι δεν έχουμε σε τίποτα να κάνουμε με τον "πρωτογενή" φετιχισμό του Φιλάργυρου του Μολιέρου ή του Grandet του Balzac 24 . Οριακά, μπορούμε να πούμε ότι είναι το "σύστημα" που έχει φετιχοποιηθεί.
29Υπό την έννοια αυτή οι παλιές μορφές του φετιχισμού σχεδιασμένες ως μια δύναμη που στοιχειώνει τα άτομα (απέναντι στα εμπορεύματα και τα χρήματα, τα αντικείμενα γενικότερα), διότι είναι διαχωρισμένες από την πηγή τους (την εργασία στον Μαρξισμό) αφήνουν τη θέση τους σε έναν φετιχισμό του συμβόλου, αλλά συνειδητό στο βαθμό που προϋποτίθεται ως επιθυμία. Δεν είναι το προϊόν μιας «ψευδούς συνείδησης». Αυτός είναι επίσης ένας από τους λόγους που οδηγούν κάποιους να αναζωογονούν μια αξία χρήσης στον τομέα των νέων τεχνολογιών πληροφορικής που παράγουν επικοινωνία. Είναι δυνητικά έξω από την ανταλλακτική αξία, διότι είναι δυνητικά δωρεάν είτε από ιδεολογική και πολιτική βούληση, είτε επειδή το κόστος της αναπαραγωγής τους είναι κοντά στο μηδέν. Αλλά για να σπάσει η λογική της (ανταλλακτικής)  αξίας δεν θα πρέπει να επαναφέρουμε την αξία (χρήσης) ούτε απλά να αποκαταστήσουμε την αλληλεγγύη και τον πρωτόγονο αντιπραγματισμό, αλλά να αναπτύξουμε τις ανταλλαγές σε όλες τις μορφές τους.

Αξία: αναπαρασταση και νοηματοδοτηση

30Η αξία είναι επομένως μια αναπαράσταση πολλώ δε μάλλον αφού η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία μειώνει την αξία (και τις αξίες) σε μια αξία-σήμα. Η «εργασία» νοηματοδότησης υποσκελίζει σε σημασία την παραγωγική εργασία στην παραγωγή ενός αντικειμένου κενού από ουσία και ιστορία 25 .
31Στο σημείο αυτό της σχέσης μεταξύ αναπαράστασης και νοηματοδότησης κρατώ αμφιβολίες. Είναι ο όρος αναπαράσταση που θέτει το πρόβλημα. Πράγματι, η θεωρία της αναπαράστασης είναι δυϊστική. Προϋποθέτει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από αντικειμενικές κατηγορίες που υπάρχουν έξω από την ανθρώπινη παρουσία. Για παράδειγμα, στην κατάσταση των καθαρών εννοιών όπως η μορφή αξία ή η αφηρημένη εργασία, ακόμη και έξω από μια συγκεκριμένη διαδικασία αφαίρεσης (abstraïsation) της εργασίας. Είναι επομένως καλύτερα να τίθεται στο πλαίσιο μιας αξιολογίας, δηλαδή, ενός συστήματος αξιών, αυτό που οι καστοριαδικοί αποκαλούν τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες (SIS). Αυτή η ιδέα της αξίας-νοηματοδότησης αποβάλει από την αξία κάθε χαρακτήρα ουσίας.
32Η διατύπωσή μου: "η αξία ως αναπαράσταση της ισχύος" είναι επίσης ασαφής. Δεν κάνω τίποτε άλλο εδώ από το να ξαναθέτω  το πρόβλημα και τότε θα μπορούσατε δικαίως να με ρωτήσετε: τι γίνεται με την ισχύ; Επειδή η διατύπωση μου οδηγεί να σκεφτείτε ότι αυτή τη φορά είναι η ισχύς που έχει ουσία (ο υλικός πλούτος, για παράδειγμα) και βρισκόμαστε εκ νέου στην ίδια κατάσταση όπως με την αξία.
33Εάν η αξία είναι εξαφανισμένη και μη ουσιώδης, δεν μπορεί να αναπαριστά τίποτα ή να αναπαριστάται από τίποτα. Υπάρχει μόνο στην κοινωνική γλώσσα ("στο μυαλό των ανθρώπων") ως κυρίαρχη κοινωνική σύμβαση που δίνει ισχύ σε ορισμένα όντα (βλ. τις ιδανικές-τυπικές φιγούρες που παράγονται από το κεφάλαιο στην πορεία της ανάπτυξής του) ή ορισμένες τάξεις. Αλλά όταν μιλάω για ισχύ, δεν προσπαθώ να την ουσιοποιήσω, αλλά απλώς να επισημάνω ότι είναι η πηγή της αξιολογίας της αξίας, μέσω των μορφών της , της εθνικής κυριαρχίας και του κράτους. Εν ολίγοις, ότι υπάρχει ενύπαρξη μεταξύ του κεφαλαίου και του κράτους 26 . Η επικαιρότητα και η σημασία των «κρατικών επενδυτικών ταμείων" είναι ένα σημάδι αυτής της ενύπαρξη μεταξύ του κεφαλαίου και του κράτους.
34Ο κοινωνικός πλούτος δεν είναι η ουσία της εξουσίας, αλλά μάλλον ένα σημάδι της σύμφυσης μεταξύ κράτους και κεφαλαίου και άλλωστε, σε ορισμένες γλώσσες, η ένωση είναι διαφωτιστική. Στα γερμανικά, υπάρχουν πολλαπλές σημασίες του ουσιαστικού Reich  (εξουσία-δύναμη) και του επιθέτου Reich  (πλούσιος) και του ουσιαστικού Reichtum (πλούτος, αφθονία). Στα αγγλικά, υπάρχει wealth  ταυτόχρονα ως πλούτος και ως εξουσία, ( Commonwealth).
35Όλα αυτά για να πω ότι η διάκριση ανάμεσα στον πλούτο και τη δύναμη (ένα πολύ σημαντικό θέμα για τον καθορισμό της πολιτικής εξουσίας στην αρχαία Ελλάδα) δεν έχει πλέον κανένα λόγο ύπαρξης από τότε που αναπτύχθηκαν οι εμπορευματικές ανταλλαγές.  Είναι η πολιτική οικονομία κατά την διάρκεια του 18 ου και 19 ου αιώνα που θα χωρίσει και πάλι τις δύο έννοιες, ακόμη και αν αυτό δεν έγινε για τους ίδιους λόγους.
36Αυτό είναι το πεδίο της νοηματοδότησης και της επικοινωνίας, το οποίο παρέμεινε έξω από την οπτική του Μαρξ, πρώτα για λόγους που αφορούν ειδικά τον ορίζοντα της εποχής (η επιθυμία να μετατρέψει την πολιτική οικονομία σε μια οικονομική επιστήμη από τη μία πλευρά, η κυριαρχία της υλικής παραγωγής, από την άλλη), στην συνέχεια γιατί όταν ορισμένα στοιχεία αναγνωρίζονταν στη μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας, απορρίπτονταν στην περιοχή του εποικοδομήματος ως μη κρίσιμα "σε τελική ανάλυση", για να χρησιμοποιήσουμε τον "καλό" λόγο του Αλτουσέρ. 


Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ




Ιούλιος του 2014 , Temps critiques


1Το κείμενο αυτό παρουσιάζει σε θεωρητική αντίστιξη των σημειώσεων της διάλεξης Το κεφάλαιο ως εξουσία 1 και του άρθρου «Για να τελειώνουμε με τις θεωρίες της αξίας," σε αυτό το τεύχος.
2Γιατί να επιστρέψουμε σε αυτά τα δύο σημεία. Πιστεύουμε ότι αυτό πρέπει να γίνει επειδή ένας κύκλος έκλεισε. Πράγματι, ενώ η ανάπτυξη της αξίας, ιδίως από τον 19 ο  αιώνα αντιστοιχούσε σε μια προοδευτική αυτονόμηση της οικονομίας (το «désen­cla­ve­ment » του Polanyi στο βιβλίο του La grande trans­for­ma­tion) και της κυριαρχίας της, η εξαφάνιση σήμερα αυτής της ίδιας της αξίας μας κάνει να έχουμε την εντύπωση της επιστροφής σε μια προηγούμενη φάση του κεφαλαίου, όπου η κλασική οικονομική θεωρία δεν έχει ακόμη θριαμβεύσει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ζήτημα της ισχύος και της εξουσίας (προσφιλής στους μερκαντιλιστές θεωρητικούς του 16 ου  και 17 ου  αιώνα) ξανατίθεται επιτακτικά, ενώ είχε δώσει τη θέση του σ’ αυτό της προέλευσης του πλούτου (ο Σμιθ και στην συνέχεια ο Μαρξ και η θεωρία της αξίας της εργασίας) και της διανομής του (ο Keynes, η σοσιαλδημοκρατία και η εισοδηματική πολιτική).
3Επιπλέον, αν ξαναπαίρνουμε από τους Nitzan και Bichler της έννοιας της κεφαλαιοποίησης, είναι επειδή πιστεύουμε ότι είναι κεντρική για την ανάλυση της επανάστασης του κεφαλαίου.  Πράγματι, μας φαίνεται πιο σωστή από αυτή της αξιοποίησης που δεν μπορεί να επεκταθεί σύμφωνα με τις αναλύσεις μας σχετικά με "την εξαφάνιση της αξίας." Παρομοίως, η έννοια της «διαφορικής κεφαλαιοποίησης» φαίνεται να είναι πιο επίκαιρη από αυτή της απαξίωσης, επειδή βοηθά να κατανοήσουμε την τρέχουσα φάση όχι ως παρακμή του καπιταλισμού, αλλά ως μειούμενη αναπαραγωγή στην οποία υπάρχουν μόνο "νικητές". Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, διότι αντανακλά την τάση να επεκταθεί αυτή η κεφαλαιοποίηση σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες και όχι μόνο εκείνες που αφορούν την παραγωγή ή την κυκλοφορία. Θα πρέπει να κεφαλαιοποιήσουν την εμπειρία του ανθρώπου, τις γνώσεις του, την συνταξιοδότησή του στο πλαίσιο μιας διαδικασίας γενικευμένης ποσοτικοποίησης όλων των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό είναι αυτό που αποκαλούμε «κεφαλαιοποιημένη κοινωνία».

Κεφαλαίο και ισχύς

4Πρώτα απ 'όλα πρέπει να θυμόμαστε την τάξη των πραγμάτων. Δεν είναι η δύναμη της οικονομίας που βυθίζει τον κόσμο σε κρίση, αλλά η εξάντληση των παραγωγικών δυνάμεων και οι συνακόλουθες δυσκολίες  από την άποψη της ανάκαμψης ενός ανοδικού κύκλου Κοντράτιεφ, ουσιαστική βάση μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης, σύμφωνα με τη θεωρία των μεγάλων κύκλων που επικράτησε από το 1930. Από τη δεκαετία του 1980, η αναζήτηση βάσεων ενός νέου κύκλου δεν έχει βρει πραγματικά μια λύση, ακόμα και αν πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η νέα τεχνολογία των πληροφοριών θα μπορούσε να εγκαινιάσει μια νέα φάση καινοτομίας ικανή να σύρει την ανάπτυξη, όπως κάποτε έκανε στις βιομηχανίες η "κίνηση". Αυτή η πεποίθηση έχει αμφισβητηθεί από το παράδοξο του Solow το 1987 σχετικά με την παραγωγικότητα των ΤΠΕ ο οποίος σημείωσε ότι η εισαγωγή αυτών των νέων τεχνολογιών δεν αντανακλάται στα στατιστικά στοιχεία της παραγωγικότητας. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι για όλες τις μεγάλες νέες καινοτομίες, υπάρχει μια φάση της αφομοίωσης προτού τεθούν σε ισχύ. Και πράγματι, η ανάπτυξη της οικονομίας των ΗΠΑ στη δεκαετία του 1990 φαίνεται να έχει μερικώς άρει αυτό το παράδοξο καθώς η συνολική παραγωγικότητα ξανάρχισε να αυξάνεται, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας συνέχισε να μειώνεται 2 . Ωστόσο, αυτές οι ΤΠΕ παραμένουν περισσότερο τρόπος δικτύωσης (connectionism) του κεφαλαίου παρά ως στοιχεία της διευρυμένης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Και άλλοι παράγοντες, εξωτερικοί αυτή την φορά, όπως ο περιβαλλοντικός κίνδυνος ώθησαν σε μια ανάληψη της όλης διαδικασίας από το επίπεδο Ι, δηλαδή, από τον καπιταλισμό κορυφής όπως τον αποκαλεί ο Μπρωντέλ. Ένας καπιταλισμός κορυφής που υλοποιεί στρατηγικές ισχύος που δεν πρέπει να συγχέονται με τα καθήκοντα ρουτίνας που επιδιώκουν το κέρδος. Για τον Μπρωντέλ, το κεφάλαιο είναι εξουσία: χάρη στην ισχύ του, ιδιαίτερα την οικονομική, μπορεί να κυριαρχήσει από πάνω και να καθοδηγεί τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη χωρίς την ενσωμάτωση οποιασδήποτε άμεσης σχέσης εκμετάλλευσης.  Για τις στρατηγικές της ισχύος συμφωνούμε, αλλά τώρα, στο πλαίσιο μιας «μειούμενης αναπαραγωγής» 3  , η οποία είναι εμφανής μέσα από διάφορα φαινόμενα όπως αυτά της ανάπτυξης μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών και όχι πρόσθετων κεφαλαίων, οι προσπάθειες έρευνας και ανάπτυξης (R & D) αφορούν πλέον περισσότερο την υποστήριξη (επικοινωνία, διαφήμιση) παρά την άνοδο (καινοτομίες), η επικράτηση της κεφαλαιοποίησης πάνω στην συσσώρευση (βλ. τις σημειώσεις που θα ακολουθήσουν για το κεφάλαιο ως εξουσία ) . Με το δικό του τρόπο ο Κέυνς είχε ήδη προβλέψει αυτή την κατάσταση λέγοντας ότι μια κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει καλά σε μια «υπο-βέλτιστη» κατάσταση.
5Δεν είναι μόνο ο Μπρωντέλ που είχε υποστηρίξει τη θέση μιας θεμελιώδους πλαστικότητας του κεφαλαίου. Ο Giovanni Arrighi στο Ο μακρύς 20 ος αιώνας (Verso, 1994), επιμένει επίσης στο γεγονός ότι το κεφάλαιο δεν έχει προνομιακή μορφή, αλλά αναζητά πάντα την ευελιξία και την ρευστότητα, γεγονός που το οδηγεί να προτιμά ως έσχατο καταφύγιο τη μορφή χρήμα. Έτσι, πριν από τη βιομηχανική επανάσταση είχε από καιρό αναπτυχθεί χωρίς την πρόθεση να κάνει μέγιστη χρήση της τεχνικής προόδου που ήταν ήδη δυνητικά αξιοποιήσιμη εκείνη την εποχή. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει την ποικιλία και τις φάσεις της ανάπτυξης του κεφαλαίου. Στη συνέχεια, η σταδιακή κυριαρχία της βιομηχανικής παραγωγικής μορφής του, το οδηγεί σε αντιφάσεις ως κοινωνική σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και επομένως το εκθέτει στον κίνδυνο της ανυπακοής των εργαζομένων. Όμως, σε περίπτωση δυσκολιών από αυτή την πλευρά, οι εμπορικές και οικονομικές του τάσεις του επιτρέπουν να συλλάβει το πλεόνασμα από άλλες σχέσεις. Η διαδικασία κυριαρχίας του γίνεται επομένως έμμεση. Όπως είπε ένας οικονομολόγος, "ο καπιταλισμός έχει πάντα πολλά σίδερα στη φωτιά" 4. Ωστόσο, η ιστορικοποίηση του κεφαλαίου δεν θα πρέπει να οδηγήσει στην ιδέα της επανάληψης. Σε κάθε στάδιο είμαστε μάρτυρες μιας συνθετικής προσπάθειας από την πλευρά του κεφαλαίου, σύνθεση την οποία πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε. Έτσι, οι πρώτες δύο βιομηχανικές επαναστάσεις προσπάθησαν να ενοποιήσουν το κεφάλαιο γύρω από την παραγωγική του μορφή και οι θεωρίες των Hilferding και του Λένιν 5 σχετικά με το χρηματιστικό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό προσπάθησαν να λάβουν υπ’ όψη αυτούς τους μετασχηματισμούς, αλλά χωρίς να φτάσουν στην αντίληψη και την περιγραφή αυτής της σύνθεσης παρέμειναν μονομερείς.  Παγιδευμένοι στον ιστορικό ντετερμινισμό τους, δεν είδαν στην αυξανόμενη δύναμη του χρηματιστικού κεφαλαίου και τη σύλληψη από τον ιμπεριαλισμό, παρά μία νέα τελική φάση ανάπτυξης του κεφαλαίου. Επιπλέον ο Hilferding δεν μιλά ακόμα παρά για χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και όχι για χρηματιστικό καπιταλισμό. Αλλά αυτή η σύνθεση εκείνης της εποχής παρέμεινε σε μια κατάσταση πραγματικότητας πολύ ατελούς σε σύγκριση με ό, τι γνωρίζουμε σήμερα στο βαθμό που επιμένει στους παλιούς διαχωρισμούς μεταξύ της οικονομίας και της βιομηχανίας, μεταξύ της παραγωγής και της κυκλοφορίας μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
6Μια άλλη βασική διαφορά είναι ότι σήμερα δεν είναι πλέον ο στρατιωτικός πόλεμος το πρώτο όπλο της εξουσίας. Ο έλεγχος της έρευνας - ανάπτυξης, των πληροφοριών, της «πρόσβασης» (βλ. Rifkin) είναι πιο σημαντικός από την ίδια την κατάκτηση, διότι δεν πρόκειται πλέον για ένα έκτακτο γεγονός που επιβάλλεται σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή και ανακατεύει τα χαρτιά, αλλά για μια διαδικασία καθημερινής κεφαλαιοποίησης. Εκείνος ή εκείνοι που έχουν τον έλεγχο όλων αυτών μαγνητίζουν τον πλούτο, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται να τον παράγουν. Αυτό άλλωστε έκαναν πάντα οι πόλεις - κόσμοι της ιστορίας του κεφαλαίου και αυτό πολύ πριν μπορέσουμε να μιλήσουμε για τον καπιταλισμό. Πολλοί λένε σήμερα, ότι αυτή η πόλη - κόσμος είναι η Νέα Υόρκη, το κέντρο των εμπορικών, τεχνικών και πολιτιστικών δικτύων και γενικότερα των επιχειρήσεων.
7Η εξουσία δεν παίζει πλέον κυρίως στο επίπεδο του "πλεονάσματος". Στην ίδια είναι άχρηστο, εάν δεν είναι εφεδρεία ισχύος, για παράδειγμα στον έλεγχο της Ε & Α, ή στην ελεύθερη πρόσβαση σε ορισμένους πόρους, όπως οι δρόμοι του αερίου και του πετρελαίου. Το ότι η εξουσία δεν παίζει πλέον στο επίπεδο του πλεονάσματος ακυρώνει επίσης τις  διακρίσεις μεταξύ παραγωγικού και μη παραγωγικού. Στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία, τα πάντα είναι παραγωγικά για το κεφάλαιο, αλλά αυτό δεν είναι ακόμη «αλήθεια» για τον καθένα, όπως το παράδειγμα της Γαλλίας, η οποία στην περίοδο του εκσυγχρονισμού για την κάλυψη της υστέρησης (κυρίως την δεκαετία του 1970) 6επεδίωξε να κυνηγήσει αυτό που ήταν αντιπαραγωγικό πιστεύοντας ότι θα κάνει κερδοφόρες τις δραστηριότητες.
8Είναι αυτή η μειούμενη αναπαραγωγή που εξηγεί διάφορα φαινόμενα, όπως η προτεραιότητα που δίνεται στην σύλληψη του πλούτου, στην ανταγωνιστικότητα, στις χρηματιστικές μορφές ή σ’ εκείνες που εμφανίζονται ως ραντιέρικες, ενώ η μεγάλη επιχείρηση-δίκτυο θολώνει τα όρια μεταξύ κέρδους και προσόδου. Είναι, επίσης, αυτό που οι Nitzan και Bichler ονομάζουν "διαφορική κεφαλαιοποίηση."  Πράγματι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε κρίση του κεφαλαίου είναι η ευκαιρία μιας δημιουργικής καταστροφής, όπως είπε ο Schumpeter, και όσοι βγουν νικητές θα βγουν ισχυρότεροι, ενώ άλλοι θα έχουν αποδυναμωθεί ή εξαφανιστεί.  Έτσι, η κριτική της αμερικανικής αριστεράς του P. Gowan βλέπει στις συνέπειες του 2008, τον θρίαμβος της Wall Street, στο βαθμό που οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ βγήκαν τελικά ενισχυμένες, διότι, παρά, ή μαλλον εξαιτίας της πτώχευσης μιας εξ αυτών, εκείνες που παραμένουν είναι πλέον πιο συγκεντρωποιημένες και κυρίως αναγνωρίζονται ως ιδρύματα που δεν μπορούν να αποτύχουν (Too big to fail σύμφωνα με τα λόγια του Ομπάμα). Η οργανωτική διάσταση της ισχύος των επιχειρήσεων (οι νέες αρχές της «διακυβέρνησης» 8 ), δεν μπορεί να αναχθεί σε αυτό που ήταν στην εποχή του φορντισμού όταν ο J. Galbraith την χαρακτήριζε ως η «τεχνοδομή» και οι  διαχειριστές της. Η νέα οργάνωση κυνηγά την γραφειοκρατία και το πλεονάζον προσωπικό, στρέφεται στις κύριες δραστηριότητές της και αναθέτει υπεργολαβικά τις άλλες επειδή υπάρχει μια μέγιστη προσπάθεια για την ιδιοποίηση του μεριδίου των κερδών μεταξύ των ανταγωνιστών, μεταξύ των διευθυντών και των μετόχων, των υπεργολάβων και των εργοληπτών 9 , η οποία απορρίπτει στο περιθώριο τις πιθανές εργασιακές συγκρούσεις και το πρόβλημα της κατανομής της προστιθέμενης αξίας. Φυσικά, οι μισθοί παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ένα κόστος μεταβλητό και εθνικό, είναι ευκολότερο να παίξουν με αυτό από ό, τι με τα πάγια έξοδα όπως τα παγκόσμια καθοριζόμενα κόστη, παρά την τάση μετεγκαταστάσεων στο εξωτερικό και την εσωτερική επισφάλεια, όπου υπάρχουν όρια που δεν μπορούν να ξεπεραστούν. Οι μισθοί δεν είναι παρά ένα κόστος, και παραμένει ένα εισόδημα, ακόμα και όταν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της προσφοράς φαίνεται να υπερισχύουν. Η απόδειξη συμβαίνει τώρα στο Βερολίνο, το Λονδίνο, το Πεκίνο και την Ουάσιγκτον οι οποίες αποφάσισαν πρόσφατα να δημιουργήσουν ή να αυξήσουν ένα εθνικό κατώτατο μισθό (πηγή: Αρχείο Le Monde , 02.11.2014).
9Επιπλέον, όταν τα πιο σημαντικά κόστη μετακινούνται τόσο ανάντη όσο και κατάντη της παραγωγής με την στενή έννοια , δεν εξυπηρετούν τόσο πολύ στον υπολογισμό της αντίστοιχης παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και, συνεπώς, της εργασίας. Η ανάγκη για υπολογισμούς στο όριο, μία από τις βάσεις της νεοκλασικής θεωρίας χάνει τον λόγο ύπαρξής της και θέτει την επαναλαμβανόμενη συζήτηση για την αναγκαία ευελιξία των μισθών.
10 Είναι τα ολοκληρωμένα συστήματα που παράγουν. Η τεχνική πρόοδος με την εισαγωγή όλο και περισσότερο οργανική της τεχνοεπιστήμης στην παραγωγή δεν μπορεί πλέον να συλληφθεί με τον τρόπο του Solow, γεγονός που εξετάζουν οι νέες θεωρίες της "ενδογενούς ανάπτυξης" 10. Τέλος ο Schumpeter που είχε δίκιο σχετικά με τη δυναμική του κεφαλαίου και το ρόλο της καινοτομίας, αποδείχθηκε ότι ήταν υπερβολικά απαισιόδοξος σχετικά με τους κινδύνους του γραφειοκρατικού εκφυλισμού που σχετίζονται με τον γιγαντισμό των μεγάλων επιχειρήσεων, σε καταστάσεις μονοπωλιακών προσόδων και με την εξαφάνιση επιχειρηματιών πρόθυμων να στοιχηματίσουν για το μέλλον και ως εκ τούτου, να επενδύσουν. Ο Gates, ο Jobs και άλλοι υπάρχουν πέρα από την βαρύτητα της IBM και οι «μισθοφόροι», όπως ο Ghosn (επικεφαλής-ανορθωτής των Nissan και Renault) μπορεί να υποστηρίξει την ισχύ τους λέγοντας "Δεν υπάρχει ανώνυμος αυτοματισμός" σε αντιδιαστολή με την ιδέα του "αυτόματου κεφαλαίου» που αναπτύχθηκε από τον Μαρξ στις Grundrisse .
11Αυτή η μειούμενη αναπαραγωγή και η τάση να ευνοείται η σύλληψη του πλούτου δεν συμβαίνει χωρίς εντάσεις, τόσο εσωτερικά με την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας στο εσωτερικό κάθε χώρας όσο και εξωτερικά, όπου η επιδείνωση των ανταγωνισμού εξουδετερώνει την διαδικασία ενδο-περιφερειακής ένωσης. Σε εθνικό επίπεδο, οι πρώτες ανισότητες εκδηλώνονται από τις αυξανόμενες διαφορές μεταξύ των εισοδημάτων από κεφάλαιο και των εισοδημάτων από την εργασία υπέρ των πρώτων, ακόμη και αν αυτό δεν επαναφέρει τις ταξικές γραμμές μεταξύ ιδιοκτητών και μη ιδιοκτητών, όλο και περισσότερο οι εργαζόμενοι (ή οι συνταξιούχοι πρώην υπάλληλοι) συνδυάζουν τους δύο τύπους εισοδήματος με την ανάπτυξη των εισοδημάτων των εργαζομένων από τόκους και μερίσματα11 .Συνεπώς, δεν έχουμε να κάνουμε, σε αντίθεση με ό, τι ακούμε συχνά, με την επιστροφή του πατρογονικού καπιταλισμού. Οι σημερινοί μέτοχοι που φαίνεται να δίνουν την εντολή τους για μια επιστροφή των επενδύσεων, δεν είναι ιδιοκτήτες, αλλά απλοί δικαιούχοι που απλά επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν τις επενδύσεις τους για να εξασφαλίσουν τις αποταμιεύσεις τους (π.χ. σύνταξη 12 ), γεγονός το οποίο είναι μια πρόσθετη πηγή αστάθειας. Σε διεθνές επίπεδο, στη συνέχεια, όπου οι πλεονασματικές χώρες όπως η Γερμανία είναι μόνο σε σχέση με τις ελλειμματικές χώρες της ίδιας ζώνης στην οποία επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες δικαίου (τα κριτήρια του Μάαστριχτ, το κοινό νόμισμα) και συμπεριφοράς (μια ποιοτική εικόνα, το οικονομικό βάρος τους). Οι ενώσεις και η ΕΕ το αποδεικνύει, είναι ιεραρχικές ενώσεις.
12Η ένταση αυτή αντικατοπτρίζεται στο ζήτημα του δημόσιου χρέους των χωρών. Πράγματι, σε αυτή την μειούμενη αναπαραγωγή η κυρίαρχη χώρα είναι οι πιο χρεωμένη χώρα (Ηνωμένες Πολιτείες) και χρηματοδοτεί αυτό το χρέος με τη σύλληψη του κέρδους. Όμως, προσπαθούν να μας κάνουν να πιστέψουμε σήμερα ότι είναι οι φτωχότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, οι οποίες είναι οι πιο χρεωμένες! Ωστόσο, στην ίδια περιοχή, αν πάρουμε την κατάσταση πριν από το 2008, είναι η Γερμανία και κατόπιν η Γαλλία που ήταν οι δύο πιο χρεωμένες μεγάλες δυνάμεις. Είναι μόνο η οικονομική κρίση του 2008 και οι δικές τους πολιτικές «των βατράχων που θέλουν κάνουν το βόδια» που καταβύθισαν τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και την Ιρλανδία στην απογοήτευση από την απώλεια της εμπιστοσύνης που προέκυψε από τους παραδοσιακούς τους δανειστές.
13Ένα χαμηλό δημόσιο χρέος δεν ήταν ποτέ το κριτήριο της οικονομικής υγείας. Οι αμερικανοί ειδικοί, όπως ο Rogoff  έχουν οι ίδιοι αναγνωρίσει τα μαθηματικά τους σφάλματα  στον προσδιορισμό ενός μέγιστου ποσοστού 90% χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνεται σε καμία περίπτωση. Γι 'αυτό σήμερα, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όλοι οι εμπειρογνώμονες και οι ηγέτες πιέζουν ώστε να μη γίνει το χρέος το καίριο ζήτημα, ιδίως δεδομένου ότι αποτέλεσαν την αιτία της ανάπτυξή του. Πράγματι, η επανάσταση του κεφαλαίου έχει αντιστρέψει την έννοια του χρέους της περιόδου του φορντισμού: από ευνοϊκή για τους δανειολήπτες κατά τα έτη 1960-1970 (επιχειρήσεις και νοικοκυριά, χώρες σε πορεία ανάπτυξης), έγινε, από το 1979 ( άνοδος των επιτοκίων και  καταπολέμηση του πληθωρισμού), ευνοϊκή για τους δανειστές.
14Το κεφάλαιο είναι σίγουρα μια αφηρημένη οντότητα, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες και αυτό που ο βραβευμένος με Νόμπελ στα οικονομικά Joseph Stiglitz αποκαλεί «παγκόσμια οικονομική κοινότητα 13  " του δίνει την φιγούρα του σχεδόν-υποκειμένου της κυριαρχίας στο επίπεδο 1, αυτό του καπιταλισμού κορυφής 14 .
15Η ισχύς των ΗΠΑ, περισσότερο από μια νέα μορφή ιμπεριαλισμού είναι μέρος μιας συνολικής επιθυμίας της παγκόσμιας τάξης από την πλευρά διάφορων δυνάμεων των οποίων θα είναι ρυθμιστής στην έσχατη περίπτωση χάρη στην εξασφαλισμένη φερεγγυότητα του δολαρίου. Αυτός είναι ο λόγος που τόσο σε σχέση με την οικονομική κρίση του 2008 όσο και στην παροχή του πετρελαίου, είναι αυτή που παίρνει τις αποφάσεις. Η Κίνα είναι προς το παρόν ο κύριος σύμμαχός τις, δεδομένου ότι όχι μόνο τις βοηθά να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους, αλλά παίζει το ρόλο της εξισορροπιστικής δύναμης στην Ασία, όπου οι προσπάθειες για την ανεξαρτησία της Ασίας σύμφωνα με το ευρωπαϊκό μοντέλο γύρω από το Ιαπωνικό γιεν έχουν αποτύχει, λόγω της δράσης της Κίνας. Η Κίνα επεκτείνει επίσης οικειοθελώς την ζώνη του δολαρίου, όπως μπορεί να δει κανείς μετά την προσάρτηση του Χονγκ Κονγκ, όπου το νησί διατηρεί μεν το ρόλο του ως ένα σημαντικό οικονομικό κέντρο, αλλά του επέβαλαν ένα νόμισμα, μετατρέψιμο σίγουρα, αλλά συνδεδεμένο με το δολάριο όπως άλλωστε και το νόμισμα της Σιγκαπούρης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το ρόλο μιας κινεζικής διασποράς, όπου η πλειοψηφία των περιουσιακών στοιχείων της είναι εκφρασμένα σε δολάρια. Μπορούμε να ακολουθήσουμε με τον J.-M. Quatrepoint ( η παγκόσμια κρίση , Χίλιες και μια νύχτες, 2008), την ανάπτυξη αυτού του οικονομικού πολέμου που δεν τολμούν να πουν το όνομά του.
16Ιαπωνία αποδείχθηκε ένας ανταγωνιστής υπερβολικά αλαζονικός σε ορισμένους τομείς, όπως η χαλυβουργία, η κλωστοϋφαντουργία και κυρίως στα ηλεκτρονικά εξαρτήματα. Στη συνέχεια ήρθε να προστεθεί μια διαφορά στην οποία οι Ιάπωνες αρνήθηκαν να παραδώσουν στους Αμερικανούς τα απαραίτητα εξαρτήματα που χρειαζόταν η στρατιωτική βιομηχανία των ΗΠΑ. Βιομηχανική απάντηση ήταν άμεση: οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν δισεκατομμύρια δολάρια σε έρευνες για εξαρτήματα και στην συνέχεια ακολούθησε η νομισματική αντεπίθεση παίζοντας πάνω στην αξία του δολαρίου και ασκώντας πιέσεις για την άνοδο του γιεν, που ενισχύεται μετέπειτα από μια πίεση για την πτώση των ιαπωνικών επιτοκίων. Το αποτέλεσμα:  ένα οικονομικό τσουνάμι που κανένας ή σχεδόν κανένας δεν ανέλυσε ως ένα οικονομικό πόλεμο και την οικονομική στασιμότητα της Ιαπωνίας που υιοθέτησε τις κακές πολιτικές της λιτότητας με αποπληθωριστικές επιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, οι μεγάλες ιαπωνικές εταιρείες έχουν αναγκαστεί να μετεγκατασταθούν στη Νοτιοανατολική Ασία και την Κίνα, σε ό, τι έχει γίνει μια de facto περιοχή του δολαρίου, διότι ούτε το κράτος ούτε οι μεγάλες αυτές εταιρείες δεν θέλουν να αγγίξουν το μοντέλο της μεγάλης επιχείρησης.
17Τα ιαπωνικά κεφάλαια σε δολάρια επομένως μειώνονται σε αναλογία με την άνοδο του γιεν. Οι Ιάπωνες κάτοχοι δολαρίων στην συνέχεια επαναπάτρισαν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε δολάρια για να τα τοποθετήσουν σε ακίνητα και μετοχές, καταστρέφοντας έτσι το ιαπωνικό μοντέλο της τράπεζας-επιχείρησης για ένα δυτικό μοντέλο πιο ριψοκίνδυνο, που δημιουργεί φούσκες χρηματοοικονομικές και στην αγορά ακινήτων.
18Αυτό που δεν λέει ο Quatrepoint είναι ότι οι μακροοικονομικές συνέπειες ήταν ένας αποπληθωρισμός για περισσότερα από δέκα χρόνια που υπονόμευσε ένα μέρος της ιαπωνικής δύναμης, ακόμη και εάν οι επιχειρήσεις της παραμένουν γενικά επιτυχείς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που λέγεται σήμερα σχετικά με τη μελλοντική δύναμη της Κίνας, λεγόταν πριν είκοσι χρόνια για την Ιαπωνία!

Κρατοσ δικτυο και  εθνικη κυριαρχία

19Όταν αναπτύξαμε την ιδέα της κρίσης της μορφής του έθνους-κράτους (στο n 2 του περιοδικού) υπέρ της μορφής του κράτους- δικτύου, κάποιοι μπορεί να σκέφτηκαν ότι πηγαίνουμε προς την κατεύθυνση μιας αποπολιτικοποίησης του κράτους υπέρ μιας απλής καθημερινής διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων του κεφαλαίου από τη μία πλευρά και της σκλήρυνσης των κανονιστικών λειτουργιών του από την άλλη, μέσα στην διαδικασία της οικονομικής και πολιτισμικής (mon­dia­li­sa­tion et glo­ba­li­sa­tion) παγκοσμιοποίησης.
20Και επομένως, ότι το ζήτημα της εξουσίας δεν τίθεται πλέον, ότι  επικρατεί ένα κεφάλαιο-αυτόματο και ότι η επανάσταση του κεφαλαίου πέτυχε ένα από τους στόχους του Σαιν-Σιμόν, δηλαδή το τέλος της πολιτικής και την αντικατάστασή της από την διαχείριση των πραγμάτων (κυριαρχία της οικονομίας και στο εσωτερικό της οικονομίας, κυριαρχία της τεχνικής αυθεντίας) και τα διάφορα κράτη και πολυεθνικές εταιρείες δεν είναι τελικά τίποτα περισσότερο από υποστηρικτές της δυναμικής του κεφαλαίου. Σε καμία περίπτωση.  Πράγματι, πιστεύουμε ότι έχουμε δείξει, τόσο στην ανάλυσή μας των επιπέδων της κυριαρχίας όσο και στην κριτική θεωρία της dériva­tion του Μαρξ (διατίθεται στην ιστοσελίδα μας κείμενο 15 ), ότι το κράτος, με τη νέα του μορφή, «δεν εγκατέλειψε τα προνόμια και τις παρεμβάσεις του, αλλά ότι αυτές μεταμορφώθηκαν.
21Η εντύπωση της ισχύος που προέρχεται από το Επίπεδο Ι της ιεραρχικής δομής της κυριαρχίας δεν σημαίνει ότι το ζήτημα της εξουσίας συνεχίζει στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας (βλ. επίσης το ρόλο που διαδραματίζουν τα «κρατικά επενδυτικά ταμεία»).
22Υπάρχει η τάση να αντιπαρατίθεται από την μια πλευρά, η συγκεκριμένη πολιτική εξουσία ή η «ταξική εξουσία» στον λόγο των ταξιστών και από τις άλλες αφηρημένες δυνάμεις των δικτύων του επιπέδου 1 ως εάν το τελευταίο να αποτελείται μόνο από διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ευρώ, τις πολυεθνικές, ως εάν τα κράτη να αρκούνταν πλέον μόνο σε μια εθνική διαχείριση στο επίπεδο II, ενώ είναι πολύ παρόντα σε αυτό το Επίπεδο Ι, είτε μέσω της συμμετοχής τους στους διεθνείς οργανισμούς του ή με την ανάπτυξη των δικών τους επιχειρηματικών στρατηγικών16 . Επιπλέον, γίνεται συχνά λόγος ως εάν οι ροές δεν γνωρίζουν πλέον σύνορα, αλλά οι μεταναστευτικές πολιτικές, οι έμμεσοι φραγμοί που συνιστούν τα βιομηχανικά πρότυπα, είναι εδώ για να αποδείξουν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν εθνικοί φραγμοί. Χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και η Κίνα υιοθετούν σήμερα οικονομικές στρατηγικές που σημαδεύονται έντονα από μια ανησυχία εθνικής κυριαρχίας και όλο και περισσότεροι εμπειρογνώμονες στοιχηματίζουν σε μια τελική αποτυχία του ευρώ, το μόνο τρόπο για να ανακτήσουν την ευελιξία προσαρμογής έναντι των οικονομικών κλυδωνισμών.
23Αυτός ο αγώνας για την εξουσία συνδέει στενά τα κράτη και τους μεγάλους ομίλους, αλλά περισσότερο σε μια σχέση αμοιβαιότητας παρά ανταγωνισμού ή εξυπηρέτησης. Πρέπει να είναι πιο αποτελεσματικοί στον ανταγωνισμό είτε μέσω μαζικών επιχορηγήσεων, που εφαρμόζουν αναίσχυντα οι ΗΠΑ, υποτίθεται πρωταθλητές του ελεύθερου εμπορίου, ένα πραγματικό κράτος-επιχείρηση, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταδιώκει και συγκρατεί όλες τις Ευρωπαϊκές προσπάθειες συγκέντρωσης σε Ευρωπαϊκή κλίμακα ή με πιο διακριτά μέτρα όπως αυτά που ο Bérégovoy  συμφώνησε με τις μεγάλες γαλλικές εταιρείες το 1991, με το «ενοποιημένα παγκόσμια κέρδη» (σ.μ. ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση για κάποιες γαλλικές πολυεθνικές) τα οποία επέτρεψαν την εξαφάνιση των (σ.μ. εγχώριων) ζημιών από τις ζημιές (σ.μ. των θυγατρικών στο εξωτερικό) (για παράδειγμα τα κέρδη της Renault με τις απώλειες τις Volvo) πληρώνοντας μόνο ένα ελάχιστο ποσό φόρου προς το Δημόσιο, το τελευταίο είναι επιφορτισμένο στο να βρει τα χρήματα αλλού ή να περικόψει τις δαπάνες του. Αλλά, ως συνήθως, είναι για την βιομηχανική δύναμη της Γαλλίας! Ο Bérégovoy χθες, σήμερα οι Montebourg και Gallois.
24Η κρίση του 2008 έχει αυξήσει περαιτέρω αυτές τις πτυχές, καθώς οι μεγάλες τράπεζες, ασφαλιστικές και επιχειρήσεις θεωρούνται πλέον σήμερα ως θεσμοί και αντιμετωπίζεται ως τέτοιοι, ενώ παραδόξως, σε όλο τον κόσμο, οι θεσμοί είναι σε διαδικασία να μετατραπούν σε επιχειρήσεις.
25Το κράτος παραμένει ο πολιτικός σταθεροποιητής αυτής της εν εξελίξει σύνθεσης, ακόμη και αν αυτή η σταθεροποίηση πραγματοποιείται πλέον από την πυκνότητα των δικτύων του και των προεκτάσεών τους εγγύτερα στην κοινωνική σχέση – δεν υπάρχει πλέον κοινωνία των πολιτών – παρά από την έκφραση μιας πραγματικής εθνικής κυριαρχίας. Όσο για τους μεγάλους ομίλους, παρέχουν μια οικονομική σταθεροποίηση με τα νέα δίκτυα που είναι αναγκασμένοι να χτίσουν όχι μόνο με τους συνήθεις προμηθευτές τους, αλλά και με νέους υπεργολάβους με τις αναδυόμενες πρακτικές outsourcing. Ακόμα κι αν υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ κρατών και ομίλων, επειδή αυτοί είναι ως επί το πλείστον πολυεθνικοί, τα συμφέροντα τις περισσότερες φορές συμπίπτουν.  Όπως και στο στρατιωτικό τομέα στις ΗΠΑ ή στην τρέχουσα κρίση όταν βλέπουμε ότι η βρετανική κυβέρνηση εθνικοποιεί τις τράπεζες κάτω από μια πολύ φιλελεύθερη κυβέρνηση ώστε να υποστηρίξει το City.
26Το πρόσφατο παράδειγμα της βιομηχανικής επίθεσης της ινδικής χαλυβουργίας Mittal δείχνει τη δυσκολία της Ευρώπης να ενταχθεί στο νέο σύστημα της αναδιάρθρωσης σε τρία επίπεδα. Είναι η ομάδα των κρατών όπου γεννήθηκε η μορφή του έθνους-κράτους που έχει τη μεγαλύτερη δυσκολία να ταιριάξει με την αναδιάρθρωση και τη μετάβαση στο κράτος-δίκτυο. Η Ευρώπη έχει αφήσει οικονομικούς οργανισμούς στο πλαίσιό της να οργανώσουν πρώτα μια ανταγωνιστική  απορρύθμιση έναντι των εθνικών βιομηχανιών, στην συνέχεια μια νομισματική ρύθμιση του ισχυρού ενιαίου νομίσματος με αποπληθωριστικές τάσεις, και όλα αυτά χωρίς την παράλληλη δημιουργία αντίστοιχων πολιτικών οργάνων. Η διαφορά είναι προφανής με την Αγγλία, για παράδειγμα, αλλά και με την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και δεν μιλάμε για την Κίνα, όπου η κρατική βία μπορεί να ανταποδώσει ή να παρακάμψει την βία του κεφαλαίου. Η Γαλλία, για παράδειγμα, αδυνατώντας να βρει την σωστή θέση, ταλαντεύεται μεταξύ της πλήρους υποταγής στους ξένους επενδυτές και την εθνικοποίηση (βλ. και πάλι, τις χειρονομίες του Montebourg την άφιξή του στο πόστο τους ως υπουργός βιομηχανικής ανάκαμψης).

Η θεση της «οικονομίας της αγοράς» στη διαδικασία κεφαλαιοποίησης

27Οι κανόνες της αγοράς μπορούν να θεωρηθούν οι προστάτες του καπιταλισμού στο βαθμό που εμποδίζουν τις φυσικές τάσεις του για να σχηματίσει μονοπωλιακές ή σε κάθε περίπτωση ολιγοπωλιακές μορφές που επικρατούν σε αυτό που αποκαλούμε ο τομέας Ι. Λειτουργούν λίγο σαν ένα αυτοπεριορισμό σε αυτό το επίπεδο Ι και ως συντονιστές στο επίπεδο II. Η γενική μορφή δικτύου που είναι σε θέση να κερδίσει όλες τις παραγωγικές οργανώσεις, θα πρέπει να επιτρέπει να συνδεθούν διαφορετικά στοιχεία όπως για παράδειγμα η σχέση μεταξύ της ιεραρχικής οργάνωσης και της συμβασιοποίησης στο πλαίσιο των σχέσεων της αγοράς. Αλλά φαίνεται άδικο, ακόμα κι αν είμαστε όλοι σύμφωνοι μεταξύ μας σε αυτό, να πούμε ότι ο κύριος εχθρός είναι η αγορά ή η μορφή της αγοράς ή ακόμα τα χρήματα.
28Σ’ αυτόν τον προστάτη αναφέρονται οι διάφορες παραλλαγές της σοσιαλδημοκρατίας όταν επικρίνουν τους αδιάλλακτους νόμους της «οικονομίας της αγοράς» (η οποία αφήνεται στους Φιλελεύθερους), αλλά προσχωρούν στο όραμα μιας «κοινωνίας της αγοράς» (η γαλλική αριστερά) ή μιας «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» (οι γερμανικές CDU και SPD).
29Ο καπιταλισμός δεν εφηύρε τις κοινωνικές ιεραρχίες, τις χρησιμοποίησε, όπως δεν εφηύρε την αγορά ή την κατανάλωση.  Όπως είπε ο Μπρωντέλ: «Είναι, στην μακροπρόθεσμη άποψη της ιστορίας, ο επισκέπτης του δειλινού." Οι παλιές ιεραρχίες τον ενσωμάτωσαν και του έδωσαν ένα γερό θεμέλιο που του επέτρεψε να τις ξεπεράσει δημιουργώντας άλλες που του έδωσαν την δυναμική του και του ανταπέδωσαν τον εκ των προτέρων έλεγχο. Και πάλι, αυτό που κυριαρχεί δεν είναι η αυτόματη αναπαραγωγή, επειδή τα σήματα δεν πηγαίνουν όλα προς την ίδια κατεύθυνση: στην κυριαρχία της Microsoft απαντά το ελεύθερο λογισμικό και οι hackers , στο Monopoly , το παιχνίδι που εφευρέθηκε από ένα άνεργο Αμερικάνο απαντά σήμερα η μόδα των «παιχνιδιών συνεργασίας», στην απώλεια της σημασίας της χειρωνακτικής εργασίας απαντά η  έκρηξη του κάντο μόνος σου DIY με την "Castorama εταίρο της ευτυχίας" που προσπαθεί να επιβάλει το άνοιγμα των σούπερ μάρκετ τις Κυριακές .
30Το σημερινό παράδοξο είναι ότι η οριζοντιότητα των δικτύων και η εφαρμογή της ομαδικής εργασίας στη διαχείριση με βάση στόχους θέτει υπό αμφισβήτηση τις παλιές ιεραρχικές μορφές οργάνωσης κάθε είδους, απαιτεί εκ νέου ιεράρχηση αλλού για να διασφαλίσει ότι όλα κυκλοφορούν μεταξύ ενός χαμηλού και ενός υψηλού, μεταξύ ενός κέντρου και μίας περιφέρειας. Ένα παράδοξο που μετατρέπεται σε αντίφαση, όταν ο λόγος του κεφαλαίου δίνει ταυτόχρονες και αντιφατικές διαταγές όπως από την μια πλευρά, το γεγονός ότι είναι απαραίτητο να ρυθμίζει, να σταθεροποιεί και να τυποποιεί και από την άλλη, το ότι πρέπει να εμπνέει την κίνηση, την ροή και την ρευστότητα για να είναι ρηξικέλευθο. Αλλά αυτό δεν αγγίζει μόνο την νέα επιχείρηση. Η ίδια ανάγκη και το ίδιο πρόβλημα υπάρχει στην δικτύωση, ενώ ιεραρχεί, τα τρία επίπεδα, αυτό της ισχύος (επίπεδο Ι), όπου να αναμιγνύονται οι δράσεις των κρατών, οι πολυεθνικές και οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί, αυτό της εξουσίας σε εθνικό επίπεδο (επίπεδο ΙΙ), στο οποίο εκτυλίσσεται το βιομηχανικό και οικονομικό πλέγμα, αλλά πρέπει να αναπαράγει καθημερινά τις κοινωνικές σχέσεις και αυτό της μικρής παραγωγής και της άτυπης οικονομίας (επίπεδο ΙΙΙ). Ωστόσο, η διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ των τριών αυτών επιπέδων δεν επιτρέπει να γίνεται λόγος για "Σύστημα", επειδή δεν λειτουργούν στην ίδια βάση και με τις ίδιες αρχές. Το πρώτο λειτουργεί με βάση την «ισχύ», το δεύτερο για το «κέρδος» και το τρίτο αναμιγνύει την ρευστότητα της άτυπης οικονομίας και την ακαμψίας της προσόδου που πρέπει με την σειρά της να ρευστοποιηθεί μέσα από τις διάφορες μορφές «ασπρίσματος» του χρήματος, νόμιμες ή παράνομες.
31Η δυναμική αυτού του ιεραρχημένου συνόλου που προέρχεται από το ότι όλα τα επίπεδα συμβάλλουν στη αναπαραγωγή του συνόλου: το επίπεδο I οργανώνει, επενδύει, δημιουργεί κερδοφορίες σε μεγάλες ποσότητες, το επίπεδο II καινοτομεί και παράγει σε περιορισμένες ποσότητες και το επίπεδο III ζει από τους πόρους του επιπέδου ΙΙ και του παρέχει μια βάση οπισθοφυλακής και μια πολλαπλότητα εμπειριών και "εναλλακτικών" μορφών, της «αλληλέγγυας» οικονομίας ή της παραοικονομίας (λαθρεμπόριο, διαφθορά).
32Φαίνεται ότι ο Μπρωντέλ δεν αντιλήφθηκε επαρκώς την θεμελιώδη αλλαγή που συνέβη με την επανάσταση του κεφαλαίου. Όπως κάθε ιστορικός της μακράς περιόδου, επιδιώκει κυρίως να δείξει τις συνέχειες και τείνει να παραβλέπει τις ασυνέχειες. Ως εκ τούτου, γι ' αυτόν, τα τρία επίπεδα είναι διαχωρισμένα. Οριακά, είναι τρεις κόσμοι και αυτός της κορυφής τελικά παρασιτεί τον  δεύτερο που είναι αυτός του εμπορίου και της παραγωγής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στις τελευταίες πολιτικές θέσεις του (το συμπέρασμά του το 1979 μέχρι τον τρίτο τόμο του υλικός πολιτισμός, οικονομία και καπιταλισμός ...), δεν είναι μακριά από τις θεωρίες της αποσύνδεσης.  Σε αυτό το πλαίσιο ο Polanyi φαίνεται να έχει κατανοήσει καλύτερα τη σημασία της θεσμοποίησης της αγοράς ως απαραίτητο βήμα προς μια ολοποίηση του κεφαλαίου, αλλά είδε αυτή την τάση ως αντιφατική με την μελλοντική ύπαρξη της αγοράς που θα έχανε επομένως το δυναμισμό της. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι δύο συγγραφείς που έχουν κάποια σπουδαιότητα, δεν είχαν το χρόνο να ζήσουν την επανάσταση του κεφαλαίου και την νέα προσπάθεια της εν εξελίξει σύνθεσης προς την κεφαλαιοποιημένη κοινωνία.