Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Η "ΙΣΤΟΡΙΑ" ΤΟ ΝΕΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ


CAMATTE Jacques

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ  2009
          Απόσπασμα από το κείμενο:
GLOSES EN MARGE D’UNE RÉALITÉ

[…] Για να κατανοήσουμε τη δυναμική των στοιχείων που παρουσιάζονται θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι αυτό που δηλώνει  το πέρασμα από την απλή κυκλοφορία των εμπορευμάτων σε αυτή των κεφαλαιουχικών εμπορευμάτων μπορεί να αναπαρασταθεί από την κίνηση Ε-Χ-Ε (εμπόρευμα, χρήμα, εμπόρευμα) σε Χ-Ε-Χ (χρήμα, εμπόρευμα, χρήμα). Στη μία περίπτωση πουλάμε για να αγοράσουμε, στην άλλη αγοράζουμε για να πουλήσουμε. Ωστόσο, σημείωσε ότι: «Κατά τις παλαιότερες εποχές της οικονομικής διαδικασίας η αγορά για την πώληση είναι η σωστή μορφή του εμπορίου: το κεφάλαιο με τη μορφή του εμπορικού κεφαλαίου » . Αυτό είναι μια ασυνέπεια στο σώμα της θεωρίας, καθώς δεν υπάρχει κεφάλαιο παρά όταν υπάρχει μισθωτή εργασία και όλα όσα αυτή προϋποθέτει. Με άλλα λόγια ο Κ.  Μαρξ έδωσε μια θεωρητική εξήγηση για τη γένεση του κεφαλαίου, αλλά όχι μια αυστηρή ιστορική εξήγηση, καθώς επηρεάζεται από μεγάλη αμφισημία. Εξ ου και η ανάγκη να ψάξουμε γι' αυτό. …  θα αναφέρουμε μια προσπάθεια εξήγησης, που έκανε ο Mario di Paoli με το άρθρο Εμπορική Οικονομία, και ορθολογική γλώσσα: χρήματα και λόγος που παρουσιάζονται στο ιταλικό περιοδικό Agar-Agar το 1971. 

"Εξετάζοντας χωριστά από τα μετρητά, τα χρήματα, το αποτέλεσμα της διαδικασίας της κυκλοφορίας, με την μορφή Ε-Χ-Ε, είναι το σημείο εκκίνησης της διαδικασίας της κυκλοφορίας, της μορφής Χ-Ε-Χ, δηλαδή ανταλλαγή των χρημάτων αντί για εμπορεύματα για την ανταλλαγή των εμπορευμάτων αντί για χρήματα. Στον τύπο Ε-Χ-Ε είναι το εμπόρευμα, και στον τύπο Χ-Ε-Χ είναι το χρήμα το οποίο είναι το σημείο εκκίνησης και το τελικό σημείο της κίνησης. Στον πρώτο τύπο, το χρήμα είναι το μέσο ανταλλαγής εμπορευμάτων και, στον τελευταίο, είναι το εμπόρευμα που επιτρέπει στο νόμισμα να γίνει χρήμα. Τα χρήματα, που εμφανίζεται ως ένα απλό μέσο στο πρώτο τύπο, εμφανίζονται στον τελευταίο ως ο τελικός σκοπός της κυκλοφορίας, ενώ το εμπόρευμα, το οποίο εμφανίζεται ως τελικός στόχος στον πρώτο   τύπο εμφανίζεται   στο δεύτερο ως   απλό μέσο. Όπως το ίδιο το χρήμα είναι ήδη   το αποτέλεσμα της Ε-Χ-Ε κυκλοφορίας στον τύπο Χ-Ε-Χ το αποτέλεσμα της κυκλοφορίας εμφανίζεται να είναι ταυτόχρονα σημείο εκκίνησής της. Ενώ στον Ε-Χ-Ε είναι η ανταλλαγή της ουσίας, η τυπική ύπαρξη του  ίδιου του εμπορεύματος το αντικείμενο της πρώτης διαδικασίας, το οποίο είναι το πραγματικό περιεχόμενο της δεύτερης διαδικασίας Χ-Ε-Χ.

Στον τύπο Ε-Χ-Ε, τα δύο άκρα είναι τα εμπορεύματα του ιδίου μεγέθους σε αξία, αλλά ταυτόχρονα ποιοτικά διαφορετικές αξίες χρήσης. Ανταλλαγή τους Ε-Ε αποτελεί  πραγματική ανταλλαγή της ουσίας. Στον τύπο Χ-Ε-Χ, ωστόσο, τα δύο άκρα είναι ο χρυσός και την ίδια στιγμή ο χρυσός του ίδιου μεγέθους αξίας. Ανταλλαγή του χρυσού έναντι του εμπορεύματος σε ανταλλαγή του εμπορεύματος έναντι χρυσού, ή, αν λάβουμε υπόψη το αποτέλεσμα Χ-Χ, ανταλλαγή χρυσού έναντι χρυσού, φαίνεται παράλογο. Αλλά αν μεταφράσουμε τον  Χ-Ε-Χ με τον τύπο αγοράζω  για να πουλήσω , η οποία δεν έχει άλλο νόημα παρά: ανταλλαγή χρυσού έναντι χρυσού με μια κίνηση διαμεσολάβησης, αναγνωρίζει κανείς αμέσως την μορφή επικράτησης της αστικής παραγωγής. Στην πράξη, ωστόσο, δεν αγοράζουμε για να πουλήσουμε, αλλά  αγοράζουμε φτηνά να πουλήσουμε ακριβότερα. Ανταλλάσουμε τα χρήματα έναντι εμπορευμάτων για να ανταλλάξουμε, με τη σειρά τους, τα ίδια εμπορεύματα με ένα μεγαλύτερο ποσό χρημάτων, έτσι ώστε η ακραία Χ-Χ διαφέρουν αν όχι ποιοτικά, τουλάχιστον ποσοτικά. Μια τέτοια ποσοτική διαφορά προϋποθέτει την ανταλλαγή των μη ισοδυνάμων, ενώ τα εμπορεύματα και το χρήμα ως τέτοια δεν είναι παρά αντίθετες μορφές του ίδιου του εμπορεύματος, επομένως διαφορετικοί τρόποι ύπαρξης του ίδιου μεγέθους της αξίας. Ο κύκλος Χ-Ε-Χ περιέχει επομένως τις μορφές των χρημάτων και των εμπορευμάτων σε σχέσεις παραγωγής πιο ανεπτυγμένες και δεν είναι, στο πλαίσιο της απλής κυκλοφορίας, παρά η αντανάκλαση μιας   ανώτερης κίνησης. Πρέπει να εξετάσουμε λοιπόν πώς τα χρήματα που διακρίνουμε ως μέσα κυκλοφορίας προέρχονται από την άμεση μορφή της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων Ε-Χ-Ε. " σελ.88-89.

Με άλλα λόγια, αυτή η δυναμική  εμπλέκει, σε παλαιότερες εποχές,, ότι οι έμποροι, οι μεσάζοντες, ήταν σε επαφή με περιοχές όπου οι τιμές θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές, πράγμα που σήμαινε μια μη σύνδεση μεταξύ τους. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει, έως τους νεότερους χρόνους, όταν το κεφάλαιο αφήνει μια περιοχή λιγότερο επικερδή για να πάει σε μια περιοχή που είναι περισσότερο επικερδής, που σημαίνει να έχει τις πληροφορίες όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

Επιτρέψτε μου να προσθέσω: τα κεφάλαια δεν είναι πλέον ενδιάμεσοι αλλά άμεσοι πρωταγωνιστές, που αντικαθιστούν τους ανθρώπους: ανθρωπομορφοποίηση (anthropomorphosis). Στην εξωτερικότητά τους αυτοί μπορούν να είναι τόσο οι κύριοι, αλλά να είναι και οι ίδιοι ένα κλάσμα του κεφαλαίου: ανθρωπομορφοποίηση (anthropomorphosis).

Αλλά, πάλι, σε τελική ανάλυση αυτό που έχει σημασία για μένα εδώ δεν είναι η σωστή εξήγηση για τη γένεση του κεφαλαίου, είναι η υποστήριξη για κάτι άλλο. Ως εκ τούτου δείτε γιατί στο σχόλιο του Mario de Paoli:

 "Ο Μαρξ επισημαίνει από την κυρίαρχη μορφή της αστικής παραγωγής, τη διαδικασία μέσω της οποίας τα χρήματα ανταλλάσσονται έναντι της δύναμης της εργασίας και το προϊόν της δύναμης της εργασίας έναντι χρημάτων, δηλαδή η διαδικασία στην οποία το εμπόρευμα που αγοράζεται είναι η  δύναμης της εργασίας και τα χρήματα είναι ο προσδιορισμός του κεφαλαίου. Η κυρίαρχη μορφή της αστικής παραγωγής, είναι λοιπόν για τον Μαρξ, αυτή όπου τα χρήματα που έχουν εντάξει κάτω από αυτά τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις μεταμορφώνοντάς τες σε καθολική κοινωνική εργασία (γενική) και αφηρημένη. Αλλά ο συγγραφέας ταυτίζοντας αμέσως τη δεύτερη μορφή με την κίνηση του βιομηχανικού κεφαλαίου, πήδηξε πολύ απότομα και δεν λαμβάνει υπόψη τη μορφή της κυκλοφορίας Χρήμα-Εμπόρευμα-Χρήμα, κατέληξε σε ευρεία κοινωνική επέκταση ήδη σε ένα καθαρά εμπορικό περιβάλλον, αυτό που είναι εγκατεστημένο πριν από την ανταλλαγή του κεφαλαίου έναντι της δύναμης της εργασίας, δηλαδή σε ένα περιβάλλον όπου τα χρήματα έχουν εντάξει κάτω από αυτά το εμπόρευμα που παράγεται, όλα τα εμπορεύματα που παράγονται, αλλά όχι την ίδια την παραγωγή των εμπορευμάτων, είναι το εμπορικό κεφάλαιο αλλά όχι ακόμα το βιομηχανικό κεφάλαιο. Αυτό είναι το εμπορικό κεφάλαιο που θα πρέπει να θεωρείται η κυρίαρχη μορφή στην (αρχαία) ελληνική κοινωνία και είναι η βασική προϋπόθεση του βιομηχανικού κεφαλαίου, η οποία είναι   αναμφίβολα η πιο σημαντική μορφή της κατ 'εξοχήν αστικής κοινωνίας».

Αυτό το σχόλιο αφορά την πρώτη παράγραφο και ένα μέρος της δεύτερης μέρος (μέχρι: «Στην πράξη, ωστόσο ..."). Δεν συμφωνώ με αυτή τη δήλωση το αναφέρω μόνο για να κατανοήσει καλύτερα ο αναγνώστης αυτό που είναι στην καρδιά του θέματος που έχουμε μπροστά μας.

"Ο Μαρξ προσπαθεί να επιλύσει το παράδοξο που προκύπτει από τη σχέση μεταξύ ισοδύναμων και τη γενική ανταλλαγή των μη ισοδύναμων με την καθιέρωση μιας μεγαλύτερης κίνησης στην απλή κυκλοφορία, δηλαδή μια διαφορετική εμπορική διαδικασία στο πεδίο του ίδιου του εμπορίου. Για τον Μαρξ αυτή η ανώτερη κίνηση είναι αναμφίβολα η διαδικασία παραγωγής των προϊόντων, με την οποία τα χρήματα είναι σε θέση να εντάξουν την κοινωνική εργασία κάτω από αυτά. Όμως, εισάγοντας άμεσα την παραγωγή εμπορευμάτων μέσα στην κίνηση της κυκλοφορίας απλώς για να εξηγήσει το πέρασμα   από την ανταλλαγή Ε-Χ-Ε στην ανταλλαγή Χ-Ε-Χ σημαίνει ότι παραμέλησε να εξετάσει, ή τουλάχιστον υποτίμησε την όλη ιστορική διαδικασία που έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα. Μια λεκτική διαδικασία σηματοδοτεί τη μετάβαση στη δεύτερη μορφή της κυκλοφορίας του χρήματος ήδη πριν παρέμβει η διαδικασία παραγωγής των εμπορευμάτων. "

Ο συγγραφέας επαναλαμβάνεται, αλλά εξακολουθεί να προσθέτει κάτι που θα αναπτύξει και το οποίο είναι ενδιαφέρον. Ωστόσο, σημειώνω και πάλι την ασάφεια των συμπερασμάτων. Θα πίστευε κανείς ότι η παραγωγή των προϊόντων δεν πραγματοποιείται παρά  μόνο με το κεφάλαιο. Αυτό που είναι καθοριστικό είναι ότι η διαδικασία παραγωγής είναι αυτή της παραγωγής των εμπορευμάτων-κεφαλαίων και αυτή η διαδικασία είναι την ίδια στιγμή διαδικασία αξιοποίησης η οποία θα πρέπει να οριστεί στην συνέχεια καλύτερα ως διαδικασία κεφαλαιοποίησης. Αυτό που είναι θεμελιωδώς νέο στοιχείο είναι η συνένωση μεταξύ της παραγωγής και της αξιοποίησης. Η εισαγωγή του προϊόντος σε μια αξία επειδή είναι ένα εμπόρευμα-κεφάλαιο.

Όταν λέει ότι ο Κ. Μαρξ αποτυγχάνει , μπορούμε   να πούμε ναι και όχι. Όχι γιατί θεωρητικά εξήγησε ακριβώς πώς τα χρήματα γίνονται κεφάλαιο, ναι, επειδή δεν έδωσε μια  ιστορική εξήγηση σ’ αυτό το ερώτημα.

Έτσι, στη συνέχεια, αναφέρει. "Έχουμε ήδη δει στους Έλληνες τις δύο μορφές κοινωνικών σχέσεων το εμπόριο ως χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα και μια ανταλλαγή λεκτική για την οποία είναι ζωτικής σημασίας η διαλεκτική επιχειρηματολογία, η ρητορική, η λογική, η πολιτική, που σημαίνει όλα τα συστήματα της πειθούς, η άμεση δράση στα άτομα  και όχι στα πράγματα. Ο κύκλος χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα φαίνεται στην πιο πρωτόγονη μορφή του, ή καλύτερα, ιστορικά νωρίτερα στο πεδίο μιας σχέσης κυριαρχίας των χρημάτων στους ανθρώπους και μόνο στην συνέχεια εμφανίζεται στην κυριαρχία των χρημάτων πάνω στα πράγματα. Ο κύκλος Χ-Ε-Χ εμφανίζεται για πρώτη φορά στο στάδιο της εμπορευματικής κυκλοφορίας, όπου ο έμπορος προσπαθεί να εξαπατήσει με την πειθώ του πωλητή και τον αγοραστή των εμπορευμάτων. Αυτή η ιστορική διαδικασία που συμβαίνει πριν από τη διαδικασία με την οποία το χρήμα γίνει κάτοχος, των ανθρώπων επίσης, της διαδικασίας υλικής παραγωγής, δηλαδή της κοινωνικής εργασίας. 
Στο πεδίο της ανταλλακτικής αξίας καθαρά εμπορικής, η λύση του παραδόξου, της οποίας το αποτέλεσμα των πολύπλοκων διαδικασιών που είναι η ανταλλαγή των μη ισοδύναμων, ενώ η βάση του είναι η ανταλλαγή μεταξύ ισοδύναμων, γίνεται επομένως από τη δράση του εμπόρου πάνω στη γλώσσα, δηλαδή, με την εξαπάτηση μέσω της γλώσσας, μέσω της οποίας η απάτη της ανταλλαγής, την ανταλλαγή των μη ισοδύναμων στην ίδια την πράξη η οποία φέρεται ως ανταλλαγή ισοδύναμων. Το επιχείρημα είναι ακριβώς για να αναδείξει, για να δούμε τι δεν είναι, χρησιμεύει για να εμφανιστεί η όλη διαδικασία, ιδίως από την άποψη της δομής. Τώρα, ενώ το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι η ανταλλαγή των μη ισοδύναμων, δηλαδή η απάτη, η δομική βάση αυτής της διαδικασίας είναι η ανταλλαγή μεταξύ ισοδύναμων. Έτσι συμβαίνει επομένως, ότι αυτό που καθορίζει την αξία της ίδιας της ανταλλαγής, η πράξη εξίσωσης, να κάνει εναλλάξιμα, ανταλλάξιμα, τα ισοδύναμα σε αξία διαφορετικής χρήσης είναι η προϋπόθεση που οδηγεί στην εξαπάτηση, στην ανταλλαγή των μη ισοδύναμων. "

Η παρατήρηση αυτή αναδεικνύει στη σημασία που δίνεται από τον K. Μαρξ στην ανάγκη να αποδείξει ότι η θεμελιώδης ανταλλαγή για το κεφάλαιο: η αγορά και η πώληση της δύναμης της εργασίας, υπακούει στο νόμο της αξίας, ότι το ίδιο το κεφάλαιο υπακούει σ’ αυτόν, παρά το γεγονός ότι υπάρχει υπέρβαση από αυτό και   θα παράγει τους δικούς του νόμους. Καταλαβαίνουμε ότι δίνει έμφαση στην ηθική διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων που εμπλέκονται σε αυτή την ανταλλαγή, καθώς και στη σημασία του πουριτανισμού, και στην αντιπολίτευση στον μερκαντιλισμό, την κερδοσκοπία, στην τοκογλυφία.

Δεν μπορούν να τεθούν πάνω στο ίδιο σχέδιο: «διαλεκτική επιχειρηματολογία, ρητορική, λογική" από τη μία πλευρά και η πολιτική από την άλλη, αυτά που ο συντάκτης θεωρεί «τα συστήματα της πειθούς». Πράγματι, πιστεύω ότι η πολιτική είναι μια πράξη που χρειάζεται μια επιστήμη το περιεχόμενο της οποίας διαμορφώνεται από τα άλλα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω και που αποτελούν το σώμα της φιλοσοφίας. Πειθώ είναι μια μορφή καταπίεσης που λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα των άλλων για να την αλλάξει και, όπως πάντα, για το καλό τους,  θεμέλιο για όλες τις απάτες, με μεγαλύτερη αυστηρότητα, απ’ όλες τις «μεθόδους συσκότισης και εξαπάτησης»* (*Σ.Μ. mystifications: συσκότιση της καπιταλιστικής ή κοινωνικής δυναμικής). Η καταπίεση της πειθούς είναι μια διαπαιδαγώγηση στην υπηρεσία μιας πολιτικής, η δυναμική της οργάνωσης των ανδρών και των γυναικών.

Ο σκοπός της ρητορικής είναι η πειθώ και η αύξηση. Ο σοφιστής που αυξάνεται ο ίδιος με την αύξηση της εμπιστοσύνης που οι άλλοι αισθάνονται γι 'αυτόν, πουλάει μέσω του λόγου, μια μεταφορά για μια απατηλή πραγματικότητα, γεμάτη με προσφυγή στην ανατροπή, την εκτροπή, την αντιστροφή.

Για να κατανοήσουν καλύτερα πώς σύμφωνα με τον Mario di Paoli η λεκτική γλώσσα είναι δυνατόν να δημιουργήσει μια αύξηση λόγω της εξαπάτησης, ξανακάνω ένα πέρασμα αμέσως σε όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω. Προηγουμένως με ενδιαφέρει επισημάνω ότι η δημιουργία εκ του μηδενός (από το τίποτα) είναι μια δημιουργία από τη γλώσσα η οποία, από την αναγωγικότητα στο διάλογο μπορεί να οδηγήσει να πούμε ότι η δημιουργία είναι μια απάτη. Επιπλέον, μια τέτοια δημιουργία κάνει να εξαρτώνται όλοι από ένα αρχικό κενό, το θεμέλιο οποιασδήποτε κατάθλιψης.

"Ο Ελληνικός λόγος είναι ένας λόγος εμπορικός, όχι βιομηχανικός. Το Εμπόριο μπορεί να γίνει μόνο στην τιμή μιας απάτης, μέσω της γλώσσας, ενώ η εκβιομηχάνιση μπορεί να συμβεί μόνο σε συνθήκες χειραγώγησης της φυσικής πραγματικότητας. Η γλώσσα είναι χτισμένη στην εξαπάτηση: η ανάλυση της γλώσσας είναι, ως εκ τούτου, η ανάλυση της παραπλανητικής γλώσσας του εμπόρου. Η γλώσσα πρέπει να πείσει, να κάνει πειστικά επιχειρήματα, πρέπει να αποδείξει. Γλώσσα ως το Είναι του Παρμενίδη, πρέπει να βρει η ίδια την επικύρωσή της. » 

Όταν ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η γλώσσα είναι χτισμένη πάνω στην εξαπάτηση, κάνει την θεώρηση μόνο σε σχέση με την περίοδο που παρουσιάζεται αυτό που αποκαλεί ελληνικό λόγο, ή ότι, αφορά επίσης τεράστιο χρονικό διάστημα πριν; Στην τελευταία περίπτωση, αυτό θα σήμαινε   ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν ασκήσει απάτη, αγυρτεία, αλχημεία, απατεωνιά, βαγαποντιά, γέλασμα, δολίευση, εμπαιγμό, όλες τις λέξεις που θα μπορούσε να μεταφράσει την ιταλική λέξη inganno που χρησιμοποιείται από τον Mario di Paoli. Στην περίπτωση αυτή η ιστορία του Πύργου της Βαβέλ, δεν θα ήταν πλέον αναγκαία για να εξηγήσει την μη συμφωνία μεταξύ ανδρών, γυναικών. Ή αλλιώς, πρέπει να επιβεβαιώσουμε   ότι η κατανόηση προϋποθέτει δόλο. Ωστόσο, η Βιβλική αφήγηση μπορεί να εξακολουθεί να έχει ενδιαφέρον να εκφράσει την αναζήτηση μιας αύξησης χωρίς την οποία το άτομο που διαχωρίζεται από τη φύση δεν μπορεί να «λειτουργήσει». Αυτό θα φέρει την κατασκευή του πύργου; Ο Θεός προκαλώντας μια διαταραχή στην γλώσσα ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει την αρχική εξαπάτησή του. Παραμένει ένα ερώτημα: Είναι εξαπάτηση ο νόμος της γλώσσας ή μόνο καλείται από τη γλώσσα; Αν αυτή μόνο εκφράζεται, αναπαριστάται, τότε τι είναι η υποδομή της, η ουσία της; Με την επανάληψη του κειμένου του Κ. Μαρξ και το σχολιασμό του από τον Mario di Paoli  , θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι είναι με το κεφάλαιο που η ουσία αποκαλύπτεται με την παραγωγή της υπεραξίας. Αλλά αυτή η αποκάλυψη αποκτάται μόνο μετά από μια αποσυσκότιση (demystification).

Σημειώστε ότι μπορούμε να "πούμε" πολλά στις διαφορετικές ιστορίες των ανδρών, των γυναικών, και να επιστρέψουμε στο απόσπασμα του Mario di Paoli. Ο λόγος είναι μια εξέλιξη. Στο πεδίο ολόκληρης της κίνησης της αξίας, που εκδηλώνεται καλύτερα στις πρακτικές του εμπορίου. Στο πεδίο του φαινομένου του κεφαλαίου, αυτό πραγματοποιείται με την ίδια του την κίνηση.  Σε αυτή την περίπτωση (η κίνηση) είναι επίσης αυξητική, βάση για την πρόοδο και την απόκτηση μιας προσαύξησης η οποία προκαλεί την αναγκαιότητα της δικής του (του κεφαλαίου) αύξησης σε ένα άπειρο, αποκρύπτοντας στους άνδρες και στις γυναίκες όχι πλέον μια απάτη, αλλά μια συσκότιση, ένα κλείδωμα, μια ακινησία, μια παράλυση, έτσι, παραμένουν βυθισμένοι στο άγχος συνδεδεμένοι με μια απειλή που λειτουργεί στο μακρινό παρελθόν.

Από τη στιγμή που απαιτείται η κίνηση της αξίας, οι άνδρες και οι γυναίκες τείνουν να μην μπορούν να υλοποιηθούν παρά μόνο μέσω των ανταλλαγών, αλλά η δυσαρέσκειά τους, λόγω της απώλειας της συνέχειας, τους ωθεί να μην αναγνωρίζουν πραγματικά παρά μέσα από μια διαδικασία προσαύξησης που σηματοδοτεί με κάποιο τρόπο την πράξη της δικής τους αναγνώρισης.

Η ανώτερη κίνηση κατά την οποία συμβαίνει μια προσαύξηση εκδηλώνεται στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις ή στις δοσοληψίες της μεταβίβασης δεδομένων, στις σχέσεις μεταξύ ανδρών, γυναικών, ειδικά στο πεδίο της πολιτικής. Ή δημιουργώντας ένα χώρο για να συζητήσουν θέματα που αφορούν την πόλη, και ένα χώρο όπου η ανταλλαγή αγαθών, η αγορά, είναι σύγχρονη. Εν ολίγοις, είναι με το κεφάλαιο που μπορεί να επιτευχθεί πραγματικά ότι στόχευαν οι αρχαίο ρήτορες. Αλλά η κίνηση δεν σταματά εκεί, γιατί ακόμα και μέσα στον καπιταλισμό επανέρχεται η παλιά δυναμική: να δημιουργήσει από το τίποτα, η εικονικότητα, τελικά, από την εμπιστοσύνη των άλλων. Και εδώ βρίσκουμε την παραγωγή των ιστοριών, δικηγόρων της εμπιστοσύνης, και πάροχων της εξαπάτησης.

"Η ιστορία, το νέο νόμισμα της χρηματοοικονομικής διαχείρισης», γράφει, σ. 107, Christian Salmon, και στην επόμενη σελίδα: «Για να προσελκύσει επενδυτές, θα πρέπει να είναι ένας καλός αφηγητής , σ. 108, και ο ίδιος αναφέρει: «Οι ιστορίες είναι απαραίτητες για να δώσουμε νόημα στους αριθμούς. Παρέχουν το φόντο και συλλαμβάνουν την φαντασία των ανθρώπων .... " [...]

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

ΣΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ «ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ΣΤΟΥΣ ΘΡΗΝΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΗΘΙΚΟΛΟΓΙΑ


Πριν από την ανάπτυξη της ανάλυσής μας, θα θέλαμε να επισημάνουμε σε ποιο σημείο τα επιχειρήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση του τύπου Monde Diplomatique  και τα επιχειρήματα της ριζοσπαστικής κομμουνιστικής αριστεράς εντάσσονται σε μια ενιαία ορθοδοξία ... αλλά με αντίθετη ερμηνεία. Πρώτον, η οικονομία της αγοράς εμφανίζεται ως δομή καθαρά ιδιωτική και αποκεντρωμένη, που λειτουργεί άναρχα  και ρυθμίζει αδιακρίτως τις τιμές.  Ένα σχέδιο που τελικά δεν είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο της κλασικής πολιτικής οικονομίας και της νεοκλασικής.  Η ανάλυση αυτή αγνοεί το γεγονός ότι η αγορά περιλαμβάνει μια κεντρική διαδικασία της κοινωνικοποίησης και της συνολικής ρύθμισης στο πλαίσιο των νομισματικών πολιτικών που εφαρμόζονται από τα κράτη.
Αυτή η παράλειψη  θα οδηγήσει άμεσα τους συντάκτες της σε μια θεωρία της αποσύνδεσης μεταξύ της παραγωγής και των αγαθών από τη μία πλευρά, του κράτους, των  τραπεζών και των ταμειακών ροών από την άλλη.  Αυτό είναι σαν οι ιδιωτικοί παράγοντες του εμπορίου να ήταν μόνο κάτω από τον έλεγχο μιας αρχής νομισματικής κυριαρχίας χωρίς να έχουν καμία νομιμοποίηση γι αυτό.
Πράγματι, για τους ενάντιους στην παγκοσμιοποίηση και γενικότερα για την «αριστερά» είναι η οικονομική κρίση που τα προκαλεί όλα επειδή έχει την ανήθικη τάση του καπιταλισμού που επιβαρύνει το παραγωγικό έργο των καλών εργαζομένων.  Για τους μαρξιστές, είναι η οικονομική κρίση που προκαλεί την χρηματοπιστωτική κρίση. [...].  
Το πλασματικό κεφάλαιο ορίζεται ως χρηματοοικονομική φούσκα και διαχωρίζεται από την "πραγματική οικονομία " και ως  εξαπάτηση των πιστώσεων. Από τον ορισμό αυτό, ποιος δεν θα ήθελε την κατάρρευση αυτού του τέρατος;  Αλλά είναι εκπληκτικό: όλες αυτές οι νέες μορφές πίστωσης δεν είναι που επιτρέπουν επίσης  την χρηματοδότηση των καινοτομιών και κυρίως αυτές των νέων τεχνολογιών στις ΗΠΑ να παράσχουν ένα νέο πλεονέκτημα δύναμης για τις επιχειρήσεις σε αυτή τη χώρα; Και χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες για τους ειδικούς στον τομέα των χρηματιστικής οικονομίας δεν μπορούμε επίσης να πούμε ότι η μεταβίβαση των απαιτήσεων των επενδυτών μέσω της τιτλοποίησης των έχει εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη;
Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε ανάλυση της αποσύνδεσης βασίζεται στην ιδέα ότι η οικονομική δραστηριότητα δεν μπορεί παρά να είναι σε ισορροπία και ότι, επομένως, αυτό που ο ένας κερδίζει ο άλλος το χάνει και επιπλέον, οι ανταλλαγές είναι ανταλλαγές ισοδυνάμων. Όλη η οικονομία κατά τον Σμιθ είναι μια ηθική ιστορία. Ο Μαρξ προσπαθεί μερικές φορές να πάει αντίθετα, για παράδειγμα με την κριτική στον Προυντόν που είδε "στον ζυγό των τόκων, την αιτία όλων των δεινών του καπιταλισμού.  Αλλά ήταν μόνο μια κριτική πολύ μερική, διότι μετά αυτός, επίσης, υπερασπίστηκε ηθικές θέσεις στην κλοπή που γίνεται από το κεφάλαιο πάνω στην εργασία, κάτω από την επιρροή του Προυντόν ακριβώς, ο Μαρξ θα έρθει να μιλήσει για ανταλλαγή των ισοδυνάμων  στην σχέση εργασίας.
Η παγκοσμιοποίηση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως μια διαδικασία αυτονόμησης της αξίας, αλλά και ως μέσο για την επιβράδυνση της διαδικασίας πλασματικοποίησης του κεφαλαίου. Μια διαδικασία πλασματικοποίησης πολύ παλαιότερη, που έφτασε μια πρώτη κορυφή στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές του '70, κάτω από μια μορφή του πληθωρισμού.  Από αυτή την άποψη, το τέλος του διεθνούς νομισματικού συστήματος με έδρα το Μπρέτον Γουντς το 1944 έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, η παγκοσμιοποίηση έπαιζε ήσσονος σημασίας ρόλο.  Η αύξηση του χρέους σχετίζεται με την έλλειψη σαφήνειας των εν εξελίξει μετασχηματισμών.  Ένα αισιόδοξο επιχειρηματικό κλίμα ενισχύει τη χρήση των πιστώσεων και την ευκολία των δανείων.  Μια πραγματική αλληλεγγύη μεταξύ των πιστωτών και των οφειλετών που έχουν κοινό συμφέρον ότι η κατάσταση συνεχίζεται.  Η σύμπλεξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και η διαφοροποίηση των επενδύσεων προτείνεται ως μια μεγαλύτερη συγκέντρωση των κινδύνων που κάνει το σύστημα πιο εύρωστο και είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε μια ανατροπή όπως αυτή που θα ξεκινήσει κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '70. "Η αύξηση του χρέους είναι η μορφή που παίρνει στην κοινωνία της εργασίας, μια γενική πραγματικότητα του καπιταλισμού: η αδιαφάνεια της εικόνας που οι κοινωνίες αυτές έχουν για το μέλλον τους .
Η καταπολέμηση του πληθωρισμού θα πρέπει επίσης να επανεξεταστεί στο πλαίσιο αυτό.  Αυτό συμβαίνει επειδή γίνεται πιο δύσκολο να δημιουργηθούν πιστωτικές διευκολύνσεις που είναι η άντληση των εν δυνάμη πιστώσεων που υπάρχουν σε μια χρηματοπιστωτική αγορά αρκετά ελκυστική (πολιτική των υψηλών επιτοκίων). Το πρόβλημα είναι ότι η οικονομική φιλελευθεροποίηση - που συνοδεύει τα άμεσα αποτελέσματα, όπως η αύξηση των χρηματοοικονομικών ροών σε σύγκριση με τις παραδοσιακές ροές αγαθών και παρενέργειες όπως τα παράγωγα - οδήγησε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής κριτικής είναι γίνεται από την πλευρά των αποτελεσμάτων και όχι ως προς ότι είναι η εξέλιξη της διαδικασίας. Γι ' αυτό, ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις, η κριτική της «αποσύνδεσης» μεταξύ οικονομικών ροών και των χρηματοπιστωτικών ροών είναι άμεσα μη λειτουργική, επειδή δεν επιτρέπει να θέσουμε μια προοπτική για ένα τέλος του καπιταλισμού.  Κάνοντας μόνο μια αντιστροφή της επικράτησης της  οικονομικής και χρηματοπιστωτικής σφαίρας στηρίζεται στην εσφαλμένη πεποίθηση του διαχωρισμού τους, που προέκυψε αμέσως ως ζήτηση για περισσότερο κράτος, περισσότερη ρύθμιση, εν ολίγοις, ως ρεφορμισμός ηθικός και αυταρχικός.
Εάν υπάρχει μια τάση για τη διαμόρφωση της χρηματοοικονομικής φούσκας, δεν είναι λόγος για να καταλήξει στην αποσύνδεση έναντι της «πραγματικής οικονομίας. Η φούσκα δεν είναι τόσο αποσύνδεση όσο ένδειξη ότι το κεφάλαιο ανήλθε σε ένα υψηλό επίπεδο αναπαράστασης.  Η τιμή για παράδειγμα, είναι μια αναπαράσταση της αξίας, η οποία επιτρέπει, στο πλαίσιο της "αξίας χωρίς την εργασία, ακόμη και την αξιοποίηση αυτού που δεν έχει καμία αξία, διότι δεν είναι το προϊόν της ζωντανής εργασίας των ανθρώπων.
Η τάση τα πάντα να  είναι κεφαλαίο, ακόμη και ό, τι δεν παράγεται, όπως φαίνεται όλο και περισσότερο στην κατοχή από την διοίκηση των «ανθρώπινων πόρων» και των «δεξιοτήτων».  Αυτό είναι που μας επιτρέπει, θεωρητικά, να προτείνουμε την έννοια της «κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας». Με άλλα λόγια, το καπιταλιστικό σύστημα δεν περιορίζεται πλέον παρά μόνο από το ίδιο το κεφάλαιο και όχι από μια διαδικασία εργασίας του οποίου προϋπάρχει. Το κεφάλαιο μπορεί επομένως να επεκταθεί σε ολόκληρη την κοινωνία και τον ολόκληρο τον κόσμο. Ως εκ τούτου, και πάλι, η αντίληψή μας περί «κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας». Η αύξηση του πλασματικού κεφαλαίου σε σχέση με το «πραγματικό πλούτο" είναι ένα σημάδι της τάσης της αυτο-προϋπόθεσής του. Η αξία έγινε άυλη. Η ύπαρξη ενός μεταλλικού νομίσματος που αντιστοιχούσε στην υλιστική άποψη των κλασικών οικονομολόγων και του ίδιου του Μαρξ , έχει δώσει τη θέση της σταδιακά από το 1971 και το τέλος της μετατρεψιμότητας του δολαρίου, σε μια συμβατική άποψη του νομίσματος. Αυτό το σχέδιο δεν μπορούσε να προβλεφθεί από τον Μαρξ, για τον οποίο η μετατρεψιμότητα του νομίσματος τέθηκε ως αξίωμα, το χρήμα είναι μόνο ένα μέσο για την κυκλοφορία των αξιών που είναι ήδη υπαρκτές ή μελλοντικές μέσω των πιστώσεων.
Το πλασματικό κεφάλαιο είναι μια μορφή που επιδιώκει να χειραφετηθεί από κάθε ζωντανή εργασία.  Είναι μια τάση που ο Μαρξ είχε ήδη επισημάνει, αλλά το είχε θεωρήσει μόνο ως ένδειξη της προσωρινής οικονομικής κρίσης δεδομένου ότι το η ζωντανή εργασία ήταν ακόμα κινητήρια δύναμη της αξιοποίησης.  Σήμερα η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας είναι η κανονική κατάσταση της λειτουργίας της, όπως ήταν ο πληθωρισμός κατά την προηγούμενη φάση.  Αλλά θα ήταν λάθος να μην δούμε ότι αυτό που συνδέει την τρέχουσα περίοδο με την προηγούμενη, είναι η ανάπτυξη του πλασματικού κεφαλαίου. Ένα μεγάλο λάθος των συνεπών πολιτικών δεδομένου ότι οδηγεί στην θέληση να αναβιώσει η ευλογημένη ώρα του φορντισμού και της σπουδαιότητας της εργασίας. Σήμερα, δεν υπάρχει αποσύνδεση μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και της χρηματιστικής οικονομίας, αλλά ενότητα των δύο μέσα στην ισοτιμία του συνόλου των κεφαλαίων .
Είναι αυτή η πτυχή, η πηγή της ανισορροπίας, στο βαθμό που ο νέος χρηματοπιστωτικός τομέας δεν είναι μόνο παγκόσμιος αλλά και υπερ-ιδιωτικοποιημένος σε δίκτυα ροής αποτελούμενα από ένα συνεχώς ανανεούμενο φάσμα χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Πολλές από αυτές τις ροές κυκλοφορούν μέσα από μια πλήρη αδιαφάνεια που έχει διευκολυνθεί από την ανάπτυξη του μη τραπεζικού χρηματοπιστωτικού τομέα, από την ύπαρξη ενός Αμερικανικού τραπεζικού συστήματος χωρίς ελέγχους πίστωσης από την κεντρική τράπεζα και το οποίο αποτελείται κυρίως από τις ιδιωτικές τράπεζες που δεν μπορούν να επικαλεστούν, ως αποθεματικό, το στρώμα των λιανικών καταθέσεων. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό μιας κάποιου είδους αποσύνδεσης, αλλά μια δυσκολία που αντιμετωπίζει το πλασματικό κεφάλαιο για να βρει την κοινωνική του επικύρωση.  Αυτό είναι λογικό από τη στιγμή που τείνει να γίνει ανεξάρτητο από τη βάση της νομισματικής ρευστότητας, δηλαδή, την  ζωντανή εργασία.  Ωστόσο, αυτή η αυτονόμηση και η σταθεροποίησή του δεν  μπορεί να επιτευχθεί παρά σε μια φάση της εμπιστοσύνης  η οποία από τα τέλη της δεκαετίας του '80, υπήρξε η βάση για την ανάπτυξη σχεδίων για την εξοικονόμηση των εργαζομένων.
Επιπλέον, δεν τελειώνει με τα παράγωγα προϊόντα σε μια κοινωνία που τείνει να γίνει κοινωνία του κινδύνου και της αβεβαιότητας, διότι είναι η φύση των παράγωγων προϊόντων που προστατεύουν από κάθε κίνδυνο αστάθειας των τιμών συμπεριλαμβανομένης της δύναμης της εργασίας όταν με τη λήξη του Φορντισμού εισάγεται η ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις και τους μισθούς προς μια μορφή ολοκλήρωσης και κυριαρχίας.
Τα παράγωγα προϊόντα είναι επομένως μια έκφραση ενός νέου τρόπου παραγωγής και ανταλλαγής .  Είναι αυτή η πτυχή που αμφισβητείται από τους ορθόδοξους νεοκλασικούς, όπως και τους ορθόδοξους μαρξιστές.  Φαίνεται ότι επαναλαμβάνει η ίδια συζήτηση με τον XVIII ου αιώνα, όταν οι Φυσιοκράτες επέκριναν τους υποστηρικτές της εκβιομηχάνισης, λέγοντας ότι δεν μπορούν να φάνε τις μηχανές! Ο τρόπος σκέψης τους,  που συνδέεται με μια οπτική αμιγώς φυσική της παραγωγής, είναι παρόμοια με τους βιομηχάνους του σήμερα, που όχι μόνο θέτουν το ζήτημα της παραγωγικής πτυχής της εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, αλλά δεν θέτουν ακόμη το ζήτημα της πιθανότητας ενός παραγωγικού χαρακτήρα της χρηματιστικής δραστηριότητας.  Ωστόσο τα παράγωγα προϊόντα είναι οι παραγωγοί των πληροφοριών στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Όχι μόνο δεν υπάρχει καμία αποσύνδεση, αλλά είναι μέρος μιας προσπάθειας συντονισμού των δραστηριοτήτων. Η πληροφορία γίνεται η ίδια ένα «συντελεστής παραγωγής»  όταν οι πληροφορίες που διαβιβάζονται δεν χάνονται και όταν το γεγονός της κατανάλωσης δεν την καταστρέψει.
Είναι που σήμερα το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν είναι πλέον αυτό που καθορίζεται από τον Hilferding , δηλαδή η συγκέντρωση μεταξύ βιομηχανικού κεφαλαίου και τραπεζικού κεφαλαίου, αλλά η συγχώνευση των λειτουργιών του χρήματος (ανταλλαγή, αποταμιεύσεις, επενδύσεις).  Ωστόσο σ’ αυτή την συγχώνευση των λειτουργιών αντιστοιχεί  μια διάσταση  των στρατηγικών μεταξύ των παραγωγικών επενδύσεων και των χρηματιστικών επενδύσεων που διατηρεί την ιδέα της αποσύνδεσης. Αναπτύσσεται επομένως ένας μυστικισμός για την "πραγματικότητα" που αποτελούν η παγκόσμια οικονομία και η οργάνωσή της φαινομενικά τόσο καθησυχαστική.  Νομισματικές και χρηματιστικές δραστηριότητες είναι μια σταθερή απειλή για αυτή την οργάνωση, δεν είναι μόνο διότι τη θέτει σε κρίση, αλλά και επειδή είναι βασισμένες στο παιχνίδι, τη διεστραμμένη απόλαυση, ένα είδος σατανισμού,  με λίγα λόγια,  το κακό.
Ο Αληθινός καπιταλισμός είναι ότι ο προτεσταντικός καπιταλισμός της θεωρίας του Max Weber, ένας καπιταλισμός της εργασίας και της εξοικονόμησης που έχει συσταθεί με προσεκτικό τρόπο και επενδύει. Ένα "ιδανικός τύπος» που συνδέεται με "το πνεύμα του καπιταλισμού", παραγωγός της ακεραιότητας, του ορθολογισμού σε ένα πεδίο οργανωμένο και λειτουργικό. Αυτό που συμβαίνει τώρα ως εκ τούτου μοιάζει με μια παραφροσύνη (των αισθήσεων;) που πρέπει να διορθωθεί.[…]

[…] ο "χρηματοπιστωτικός τομέας "έχει γίνει ένας κινητήριος μοχλός του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Από το 1980, οι χρηματιστικές συναλλαγές αφορούν περισσότερα χρήματα από τα κεφάλαια που επενδύθηκαν στην παραγωγή υλικών αγαθών ή άυλων. Χρηματιστηριακές αγορές και πωλήσεις συνδέονται πλέον με μια αξιοποίηση, εξίσου  τυχαία, του παραγωγικού κεφαλαίου με την αυστηρή έννοια του όρου.
Από αυτή την άποψη, η αναφορά σε «χρηματιστική λογική» με την υποτιμητική έννοια όπως κάνει η «αριστερά» και άλλοι της αντι-παγκοσμιοποίησης είναι ιδιαίτερα άδικη γιατί προϋποθέτει μια οικονομική λογική μη χρηματιστική για  να της αντιταχθεί. Ωστόσο, ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι συνυφασμένος με το κεφάλαιο, όπως ο καπιταλισμός είναι μια νομισματική οικονομία, τα χρήματα δεν είναι απλά ένα μέσο συναλλαγής, αλλά και ένα μέσο της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να κάνει χωρίς τη νομισματική πίστωση που προσδοκά στο μέλλον χρηματικό κέρδος. Αλλά σήμερα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας περιλαμβάνει μια ιδιαίτερη μορφή της καπιταλιστικής ανάπτυξης και αξιοποίησης της: το χρηματικό κέρδος δεν καθορίζεται κυρίως από το ποσοστό του κέρδους μόνο των επιχειρήσεων. Όμως, η φαινομενική αποσύνδεση είναι  (γι αυτό μιλάμε για αυτονόμηση) διότι, αν το ποσοστό του κέρδους δεν αποτελεί πλέον το βασικό δείκτη, η δύναμη των εταιριών εκφράζεται με άλλα μέσα και μια τάση για την επαν-αξιοποίηση από μικροοικονομική σκοπιά, απ’ όπου και η μόδα των ειδικών.  Στην πραγματικότητα, η χρηματοπιστωτική αγορά είναι συμπληρωματική προς την σφαίρα της παραγωγής, στο βαθμό που η λειτουργία της είναι η διασφάλιση της ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που αντιπροσωπεύει το σταθερό παραγωγικό κεφάλαιο.

Αυτή η τάση της ρευστότητας είναι δυνατή από την άποψη της μικρο-οικονομικής, δηλαδή από τη σκοπιά του ατομικού ορθολογισμού. Σε ένα κλίμα αβεβαιότητας, είναι θεμιτή η συμπεριφορά από πλευράς των μεμονωμένων οικονομικών παραγόντων. Αυτή η ρευστότητα των χρηματοοικονομικών τίτλων καθησυχάσει τους φόβους ότι η δράση του καθενός από τους άλλους παράγοντες, απειλεί την δική τους οικονομική ύπαρξη. Αλλά δεν είναι η συλλογική και μακρο-οικονομική άποψη, δηλαδή από τη στιγμή που η τάση αυτή συνεχισθεί απ’ όλους. Πράγματι, όταν αυτή η συμπεριφορά διαδίδεται από «μόλυνση», η κυκλοφορία των εμπορευμάτων εμποδίζεται. Ο κόσμος του εμπορίου και ο χρηματιστικός απειλούνται διαρκώς από μια επιδείνωση της αντιπαλότητας. Από τη μία πλευρά, η συνέχιση των ανταλλαγών υποστηρίζει την εμπιστοσύνη και τη σαφήνεια των συμβάσεων και από την άλλη η γοητεία για κερδοσκοπική δραστηριότητα, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να κινηθεί σε ένα από τα δύο. Για να μη σκοτώσει μια δύναμη που είναι ταυτόχρονα ο δυναμισμός του και η θανατική ποινή του. Ο Keynes είχε ιδιαίτερη επίγνωση αυτού του γεγονότος που οδηγεί τις χρηματοπιστωτικές αγορές να έχουν την τάση να επιλέγουν τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές και όχι τις μακροπρόθεσμες. Επιπλέον , όταν ρωτήθηκε αν οι βραχυπρόθεσμη παρεμβατική πολιτική ήταν επαρκής, απάντησε: «με οποιονδήποτε τρόπο, μακροπρόθεσμα, όλοι είμαστε νεκροί!».
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, οι κεντρικές τράπεζες ήταν οι διαχειριστές αυτής της αμφιθυμίας. Έτσι, κράτησαν το πάνω χέρι, τουλάχιστον στην Ευρώπη, σχετικά με τις πιθανές καταχρήσεις, με έλεγχο της αγοράς χρήματος με διαδικασίες όπως η απαίτηση να κατέχουν οι τράπεζες «αληθινά» συναλλαγματικά αποθέματα στην κεντρική τράπεζα, σε αναλογία με το ποσό των δανείων τους και με τις πολιτικές της ανοικτής αγοράς, με τη μεταβολή των επιτοκίων με σκοπό τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας ή αντιστρόφως την επέκταση.
Το κυρίαρχο αγγλοσαξονικό σύστημα έχει εγγραφεί προς την κατεύθυνση της απορύθμισης, δεν μπορεί πλέον να κρατήσει τα δύο άκρα της αλυσίδας.

Απόσπασμα από το κείμενο:

Χρηματοπιστωτική κρίση και πλασματικο κεφαλαίο

Νοέμβριο 2008 , Temps critiques